Ο Θοδωρής Προδρομίδης θέτει ως βασική προϋπόθεση της καλλιτεχνικής δημιουργίας τον αναστοχασμό και σκηνοθετεί ένα site specific φιλμ μικρής διάρκειας βασισμένο στο έργο «Κεκλεισμένων των θυρών» (Huis Clos) του Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Το υπαρξιστικό δράμα του Σαρτρ είναι δομημένο πάνω σε τρεις βασικούς χαρακτήρες οι οποίοι όντας εγκλωβισμένοι σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου συνειδητοποιούν ότι έχουν πεθάνει κι έχουν καταδικαστεί σε αιώνιο εγκλεισμό και αναγκαστική συμβίωση, η οποία θα αποδειχτεί εκρηκτική καθώς η πλοκή εξελίσσεται κι εκείνοι αναπτύσσουν μεταξύ τους μία επικίνδυνη σχέση αλληλεξάρτησης και εμπλοκής χωρίς ελπίδα διαφυγής.
Το έργο του Προδρομίδη πατάει πάνω στο κείμενο του Σαρτρ για να αφηγηθεί μία σύγχρονη ιστορία διαπλοκής, που λαμβάνει χώρα μέσα στο ξενοδοχείο Saint George Lycabettus. Με αυτόν τον τρόπο χρησιμοποιεί τον χώρο του ξενοδοχείου, ως ένα πολύσημο, ρευστό τόπο, χώρο δράσης των ηρώων του φιλμ, αλλά και των επισκεπτών. Ως τόπος δράσης, «εσωτερικής» και «εξωτερικής», το ξενοδοχείο χρησιμοποιείται έτσι ως σκηνικό για το έργο αλλά και ως φορέας της έκθεσης, μετατρέποντας τον θεατή από αμέτοχο παρατηρητή, σε ηθοποιό, κριτή, συνένοχο, κ.ο.κ., ενώ παράλληλα συμβάλλει στο να αναπτυχθεί ένα σχόλιο γύρω από την ιδιότητα του καλλιτέχνη ως σκηνοθέτη μίας συγκεκριμένης δράσης αλλά και ως συγγραφέα, φιλόσοφο, αρχιτέκτονα, «ενορχηστρωτή» του χώρου που μας περιβάλλει.
Την ίδια στιγμή, στο πέρασμα του από την θεατρική στη φιλμική αφήγηση, ο Προδρομίδης αποφεύγει οποιαδήποτε άμεση αναφορά στο κείμενο αυτό καθαυτό. Δεν χρησιμοποιεί τον λόγο, ούτε εστιάζει στην κορύφωση του δράματος, συνειδητά αποφεύγοντας τις εννοιολογικές φιλοδοξίες κινηματογραφικών έργων εμπνευσμένων από παρόμοια κείμενα κι εγκαταλείποντας μία τέτοια αφήγηση, για μία πιο «γνωμική», αποσπασματική αφήγηση που έχει στόχο να επανεξετάσει την αυτονομία του καλλιτεχνικού έργου, ως κάτι που απελευθερωμένο από «κανονιστικές» συμβάσεις μπορεί να ολοκληρωθεί και να ερμηνευτεί από τον θεατή.
Εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι οι θεατές αποφασίζουν πότε θα εισέλθουν στο δωμάτιο, πόση ώρα θα παραμείνουν και πότε θα φύγουν, η δομή του έργου εξυπηρετεί στο να μεταφέρει μία γενικότερη ατμόσφαιρα όμοια με τον αιώνιο κύκλο των ανεκπλήρωτων επιθυμιών στον οποίο είναι καταδικασμένοι οι ήρωες του Σαρτρ· Χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Με αυτόν τον τρόπο, η ροή των σκηνών στο έργο δημιουργεί μία σειρά από submerged narratives[1] που όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο Tom Gunning «επιτρέπουν στην υπόθεση να ανακατευτεί ακριβώς κάτω από το όριο του αισθητού, σαν θάλασσα που φουσκώνει από υποσυνείδητες ιστορίες οι οποίες παρατάσσουν εικόνες σε μία σειρά γεμάτες νόημα αλλά συχνά ανεξιχνίαστες συνθέσεις.»[2]
[1] αφηγήσεις οι οποίες υποβόσκουν ή αφηγήσεις που δεν «αναδύονται» αυτόματα [2] Tom Gunning, ‘Towards a minor Cinema: Fonoroff, Herwitz, Ahwesh, Lapore, Klahr and Solomon’, Motion Picture, vol. III, Winter 1989-90, p.4
excerpt of Theo Prodromidis's Je mehr es hervordringt.
published in the DVD : Move - new european media art, documentation of the EMARE works 2008 - 2009 at the Weirkleitz Festival and .move exhibition.
9th -25th of October 2009 in Halle (Saale), Germany
The group show «Sensitivity Questioned» opens on Thursday 6th May 2010, at 19:30, at the Ileana Tounta Contemporary Art Center.
Participating artists:
Jean Luc Blanc, Gregory Crewdson, Jim Drain, Ryan McGinley, Michael Robinson, Daniel Silver, Daniel Subkoff, Stephen Sutcliffe, Scott Treleaven, Dimitrios Antonitsis, Christos Delidimos, Kostas Bassanos, Manolis Bitsakis, Vassilis Botoulas, Antonis Donef, Eftichis Patsourakis, Theo Prodromidis, Panos Tsangaris
What is sensitivity? Curator Iliana Fokianaki views sensitivity in connection with one of its most common associations: femininity.
Through research on websites created by ordinary people, she arrived at a new definition of sensitivity, invented new ways of associating the sensitive and the feminine and what the latter represents, and used these as a starting point for a presentation of works that reference, underscore and affirm various aspects of the two concepts.
Thus, the exhibition attempts to articulate a new view of the ‘feminine’ at the same time that it explores how the concept finds expression through art. The exhibition’s curator comes up with a selection of distinctly ‘sensitive’ or ‘feminine’ elements, but attempts to challenge their basic quality, give it a new twist and invest it with new possibilities. Furthermore, since the exhibition features an all-male participating artists’ list, it also seems to be addressing the issue of the feminine side of men and of how they tend to deal with it.
Social assumptions that take sensitivity to be an exclusively female attribute are now being tackled in the visual arts arena. Works presented in this exhibition demonstrate either a choice on the part of participating male artists to approach their subject in ways that may perhaps strike the viewer as ‘feminine’, or a decision to offer an observer’s commentary of the notions of femininity and sensitivity. Viewers are therefore given the opportunity to rethink the meaning of femininity and to realize that such social boundaries are more in flux than they may have imagined.
Basically, the exhibition is a tribute to femininity in all the shapes and forms this may assume today. Through the works it includes, it hopes to cause a shift in the viewer’s perception of its stated subject.
Part of the exhibition’s proceeds will go to ActionAid Hellas to fund programs that support women in India, Cambodia and Haiti.
It is a political agenda to weaken the Euro, a exercising American and City of London financial warfare to defend the dollar and Sterling pound. By attacking Greece, the smallest weak link in the eurozone chain and through eventually Euro and thus infecting all the sovereign debt in the world -government debt, sovereign state, local, provincial, of all a national state. An attempt to create a new world monetary crisis. These are based on facts and proofs and not conspiracy theories. The economy is turning into global dictatorship. Either nations will defend themselves against these predatory hedge-funds and zombie banks or the wolf packs of banks and hedge funds will attempt to attack and destroy the debt of sovereign states and that will more or less bring the system of modern states to an end and civilisation with it.
quoting William Engdahl, Webster Tarpley and Max Keiser .
Ο αγαπητός μου φίλος και εκδότης του βιβλίου μου «Το τρελόχαρτο» Λεωνίδας Χρηστάκης, μετά από παράκληση μου είχε την ευγένεια και την υπομονή να μου παραχωρήσει την παρακάτω συνέντευξη.
Αν και στο παρελθόν έχω πάρει συνεντεύξεις από σημαντικούς για το ευρύτερο ανατρεπτικό κίνημα ανθρώπους, όπως ο σύντροφος Άλμπερτ Μέλτζερ και ο Γιώργος Μοναστηριώτης, που προτίμησε να φυλακιστεί παρά να πάει στο Ιράκ και να σκοτώνει Ιρακινούς, ουδέποτε υπήρξα δημοσιογράφος και γι’ αυτό οι ερωτήσεις μου δεν είχαν ποτέ σαν κίνητρο να ικανοποιήσω κάποιον εργοδότη μου αλλά αποσκοπούσαν πάντα στο να αναδείξω όσες απόψεις θεωρώ χρήσιμες για τον αγώνα μου. Ακόμη και όταν μπορούσα να φανταστώ ότι οι ερωτήσεις μου μπορεί να κάνουν τον ερωτώμενο να δυσανασχετήσει. Ακόμη και όταν υπέθετα ότι οι ερωτήσεις θα μπορούσαν να είναι δύσπεπτες και για το αναγνωστικό κοινό.
Ο Λεωνίδας, για μια ακόμη φορά, έδειξε το θάρρος του και δέχτηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις που δύσκολα θα δεχόταν να απαντήσεις κάποιος που ενδιαφέρεται πρωτίστως για την δημόσια εικόνα του και όχι για την παρουσίαση των απόψεων του, όπως αυτές πραγματικά είναι.
Το ποια είναι η άποψή μου για τον Λεωνίδα, προκύπτει από τις ερωτήσεις που του υπέβαλα. Αυτό που δεν προκύπτει είναι το εκτεταμένο συγγραφικό του έργο, που όμως για μένα αξίζει να γίνεται ευρύτερα γνωστό, γιατί κατά την άποψή μου είναι μοναδικό.
Αποσκοπώντας να κάνω αυτό το έργο ευρύτερα γνωστό, αν και δεν χρειαζότανε την δική μου συμβολή στην δημοσιοποίησή του γιατί είναι ήδη πολύ γνωστό, παραθέτω μια επιλογή από τα γραπτά του.
ΓΡΑΠΤΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΧΡΗΣΤΑΚΗ* επιλογή - Αντίβαρο ποιήσεως - Ποιήματα 1963. -Ν.Βρετάκος. Α. Δικταίος, Δ. Χριστοδούλου, Γ.Β. Ιωαννίδης, Α. Μάτσας: καλλιγραφημένα & εικονογραφημένα λευκώματα - Φέξης 1961. Ποιητικό βαρούλκο - Ποιήματα 1964. Όλα όσα θέλεις να μάθεις για τον Μαγιακόφσκι - Αγχιβασίη 1982. Χάος & κουλτούρα - Απόπειρα 1984. Η δυστυχία του να είσαι μαλάκας - Κάκτος 1984, Ιdeo tsepi 1985. Στιγμιότυπα και αιωνιότητα - Ιdeo tsepi 1985. Το ανθρώπινο σχήμα τον Ρεμπώ - Όμβρος 1985. Από το φέρετρο του Σεφέρη στο 1984 του Όργουελ Γαβριηλίδης 1989. Οι λεξιπλαστικές φαντασιώσεις τον Δούγια - Γαβριηλίδης 1990. Η ιστορία της αλητείας - Κατσάνος 1990 (α' έκδοση). Ζαν Κοκτώ, ο μέγας ερασιτέχνης - Γαβριηλίδης 1990. Το μυθιστόρημα των μουσείων - Γαβριηλίδης 1990. Η ιστορία της αλητείας - Στύγα 1991 (β' έκδοση). Περί στοματικής ορμής - Χάος & Κουλτούρα 1992. Γιώργος Μακρής - Χάος & Κουλτούρα 1992. Η ιστορία της αλητείας -Δελφίνι 1992 (γ' έκδοση). ΝαπολέωνΛαπαθιώτης - Χάος & Κουλτούρα 1992. Ο κύριος Αθήναι - Δελφίνι 1992. Τα ψευδώνυμα- Δελφίνι 1994. Η ιστορία της αλητείας - Δελφίνι 1998 (δ' έκδοση). Αυτοκτονία στωική θεραπεία - Δελφίνι 1995. Ο κύριος Μακεδόνας - Δελφίνι 1996. Το λεξικό της ντάγκλας – Opera 1996. Το μυθιστόρημα των μυθιστορημάτων - Δελφίνι 1997. Εάν δεν είσαι μαλάκας είσαι πολύ μαλάκας - Χάος & κουλτούρα 1997. Η σκέψη και το πνεύμα - Ανάδρασις 1999. Μουσική και Γιώργος Σεφέρης - Ανάδρασις 1999, Οι δικοί μας άγιοι - Χάος & κουλτούρα 1999. Ιστορία της ληστείας - Όμβρος 2000. Βιοπραγματική ονοματοθεσία - Όμβρος 2001. Οnanisme - Όμβρος 2002. Έλληνες συγγραφείς αγνοημένοι - Σειρά, εκδόσεις Σπηλιώτη 2003. ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΕΣ: Γκέοργκ Τρακλ, Νεφέλη 1981, Τα στιχουργήματα του στρατού. Κούρος 1988, Νικήτας Νηφάκης, Ποταμόπλοια 1993, Ανδρέας Εμπειρίκος, Ανάδρασις 1999, Σάμουελ Μπέκετ, Νεφέλη 1991, Επαναστάτες τον χορού. Νεφέλη 1991, Χαίντερλιν Δυο ύμνοι. Νεφέλη 1991, και άλλα.
Ο Λεωνίδας Χρηστάκης έχει εκδώσει κατά καιρούς αρκετά περιοδικά, με τα πλέον γνωστά: «Κούρος», «Panderma», «Ιδεοδρόμιο», το οποίο από το 2003 επανεκδίδεται και από το 1957 έχει επιμεληθεί καλλιτεχνικά δεκάδες βιβλίων.
* Σχεδόν όλα τα βιβλία είναι εξαντλημένα.
Συνέντευξη προς τον Φίλιππα Κυρίτση με ερωτώμενο τον Λεωνίδα Χρηστάκη (24–1–2008)
Οι ερωτήσεις υποβλήθηκαν γραπτά και η συνέντευξη ολοκληρώθηκε την 1η Φλεβάρη 2008.
Φίλιππας: Γεννήθηκα την δεκαετία του 1950 και ως εκ τούτου μεγάλωσα σε ένα πολιτικό περιβάλλον όπου ο κόσμος χωριζόταν σε δυο παρατάξεις, την δεξιά και την αριστερά, οι οποίες αντικατόπτριζαν την τότε πολιτική διαίρεση του πλανήτη μεταξύ Δύσης και Ανατολής, δηλ. μεταξύ του λεγόμενου ελεύθερου κόσμου και των λεγομένων σοσιαλιστικών χωρών. Επειδή προερχόμουνα από αριστερή, ας πούμε, οικογένεια, πίστευα ότι η δεξιά εκπροσωπούσε την συντήρηση και η αριστερά την πρόοδο. Από τα βιβλία σου, πρώτα από το περίφημο «Η δυστυχία του να είσαι μαλάκας», διαπίστωσα ότι στην καθημερινή τους ζωή καθώς και στις επιλογές που αφορούσαν την οικογένειά τους, οι αριστεροί κάθε άλλο παρά προοδευτικοί υπήρξαν. Τι ήταν αυτό που σε έκανε, ενώ όταν ήσουν πολύ νέος να βρεθείς ενταγμένος στην Ε.Π.Ο.Ν. (μια αριστερή νεολαία), αργότερα να ξεχωρίσεις σαν συγγραφέας από την μεγάλη μάζα των αριστερών διανοουμένων, που είχαν την έγκριση και την υποστήριξη της παραδοσιακής αριστεράς και να απομυθοποιήσεις την δήθεν προοδευτικότητα της αριστεράς;
Λεωνίδας: Δεν μπορώ να δώσω μια ερμηνεία όταν διερωτάσαι Φίλιππα πως «ενώ όταν ήσουν πολύ νέος να βρεθείς ενταγμένος στην Ε.Π.Ο.Ν. (μια αριστερή νεολαία), αργότερα να ξεχωρίσεις σαν συγγραφέας από την μεγάλη μάζα των αριστερών διανοουμένων και να απομυθοποιήσεις την δήθεν προοδευτικότητα της αριστεράς». Δεν θα επιθυμούσα Φίλιππα να σε κατατάξω στους εποχιακά ανιστόρητους, αφού ξέρω πως ως νέος ξεκίνησες τις αρνήσεις σου από το τέλος της δεκαετίας του 1960. Σκέψου όμως και μένα στα δεκαπέντε μου χρόνια (Γερμανική Κατοχή στην Αθήνα), που η πληροφόρησή μου μετά την δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά ήταν πολλαπλά ελλιπής. Έτσι λοιπόν το κάθε αίτημα που ξεπηδούσε για «αντίσταση» ήταν άκριτο και μόνο η ουσία είχε νόημα.... Ήταν λοιπόν φυσικό να αφυπνιστώ γρήγορα και να λακίσω, βλέποντας ή και παρατηρώντας, από μακριά πλέον τα αντιστασιακά δρώμενα αφού την ίδια χρονιά εργαζόμενος ως πιτσιρικάς στις αποθήκες του λιμανιού του Πειραιά κάηκα στην πλάτη μου και στο κεφάλι μου από βόμβες εμπρηστικές της RAF (αγγλική αεροπορία) και κάθισα στο νοσοκομείο του Ασκληπιείου Βούλας (τραύμα και σημάδια έχω ακόμα...) Ήταν αρχές Οκτώβρη του 1943! Δυόμιση μήνες αργότερα -15 Δεκέμβρη του 1943, οι αστυνομικοί Μπουραντάδες εκτέλεσαν κρεμώντας τον στη πόρτα του σπιτιού μας της οδού Σολωμού 29 τον πατέρα μου... Άλλες εποχές, άλλοι αγώνες, άλλες δικτατορίες με άλλου είδους εγκληματίες μπάτσους και φασιστόμουτρα. Το πνεύμα εκτίμησης των εποχών διαφορετικό, λόγω χρονικής απόστασης από τις δικές σου εποχές κι εμπειρίες. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που θύμωσα που συγχέεις την εποχή της Γερμανικής Κατοχής με αυτά που αναφέρω στο βιβλίο μου με τον τίτλο «Η δυστυχία του να είσαι μαλάκας» τριάντα χρόνια αργότερα από την Κατοχική ΕΠΟΝ. Άλλες εποχές οι δικές μου και άλλες οι δικές σου και άλλα τα ψυχικά και ουσιαστικά «τραύματα» που κάπου συνέπιπταν αφού οι φασίστες είναι σχεδόν πάντα ίδιοι....
Φίλιππας: Επειδή στα βιβλία σου απομυθοποιείς όχι μόνο προσωπικότητες του απώτερου παρελθόντος αλλά και προσωπικότητες εν ζωή ή προσωπικότητες των οποίων οι απόγονοι είναι εν ζωή, πιστεύεις ότι αυτή σου η επιλογή είχε κάποιο κόστος, αν το πιστεύεις ποιο ήταν αυτό και τι σε έκανε να μην το υπολογίσεις;
Λεωνίδας: Η πραγματικότητα είναι και υπήρξε ότι δεν σκέφτηκα το «κάποιο κόστος» όπως με ρωτάς κι αυτό διότι δεν υπολόγισα τις συνέπειες όπως ένας εκκολαπτόμενος πολιτικός. Ίσως εάν έριχνες μια ματιά στις διαχρονικές σπουδές μου και στα ταξίδιά μου θα έβλεπες πως μετά από κάθε παρέλευση ολοκλήρωσης σπουδών, βιολί + μουσική, παιδαγωγική ακαδημία, (στρατός 22 μήνες), Σχολή Καλών Τεχνών, και επί του πρακτέου γραφικές τέχνες, εμποριογνωσία (=marketing), όλα τα στάδια επιμόρφωσής μου μέσα σε 22 χρόνια, τα εγκατέλειψα για να προσηλωθώ στην συγγραφή αναφορών από τα νεανικά μου χρόνια και την μετέπειτα ζωή μου, δίνοντας πρώτιστη σημασία στα περιοδικά μου όπως στα graphic arts (Κούρος, Panderma, Ιδεοδρόμιο και άλλα). Όλα λοιπόν τα εγκατέλειψα χωρίς να υπολογίσω το... «κάποιο κόστος»! Αυτή είναι η απάντηση μου στην ερώτησή σου αφού τα παρελθόντα χρόνια μου είναι πολλά και θέλουν / χρειάζονται μια εμβάθυνση διότι οι εποχές άλλαξαν –τουλάχιστο για μένα- μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Φίλιππας: Σαν γκαλερίστας, εκδότης περιοδικών και συγγραφέας έδειξες πάντα ότι η τέχνη, και ιδιαίτερα η τέχνη που αμφισβητεί τα καθιερωμένα, έπαιξε έναν κεντρικό ρόλο μεταξύ των θεμάτων με τα οποία καταπιάστηκες. Από το έργο σου προκύπτει, επίσης, ότι πάντα αγωνίστηκες ενάντια στις συμβάσεις, «τα κατά συνθήκην ψεύδη» ας πούμε. Τι ήταν αυτό που σε κράτησε μακριά από κόμματα και οργανώσεις που διακηρύσσουν ότι αγωνίζονται ενάντια στα «κακώς κείμενα» και δεν έχουν βρεθεί στην εξουσία για να αποδειχθούν αφερέγγυα, όπως είναι τα κόμματα και οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και των αναρχικών;
Λεωνίδας: Όπως και συ Φίλιππα σταθμίζεις και λες ή και βλέπεις, όλα αυτά με τα οποία καταπιάστηκα με απέτρεψαν ν’ ασχοληθώ με την όποια πολιτική, με κόμματα και φατρίες και προσανατολίστηκα προς τις καλές τέχνες, τα πρόσωπα που δημιουργούν ποιητικά κείμενα, και κάθε μορφής σκωπτική και μαχητική λογοτεχνία ενώ παράλληλα απέφευγα κάθε τι το στρατευμένο αφού σ’ εκείνες τις δεκαετίες μετά το 1940 υπήρχε μεγάλη τάση εγκλωβισμού των πολιτών και φυσικά αλλοτρίωσης... Το «μακριά» όπως το περιγράφεις στην ερώτησή σου μοιάζει να μου προσάπτεις κάτι το ...κακό!
Φίλιππας: Ενώ έχεις δημιουργήσει ένα μεγάλο συγγραφικό έργο, τόσο από πλευράς ποσότητας, όσο και από πλευράς ποιότητας, έχω την αίσθηση ότι οι εν Ελλάδι ασχολούμενοι περί τα πολιτιστικά, όχι μόνο αποσιώπησαν, λίγο-πολύ, αυτό το έργο αλλά και με την στάση τους σου στέρησαν και την δυνατότητα να γίνει αυτό το έργο ευρύτερα γνωστό μέσα από μεγάλους εκδοτικούς οίκους και από περίοπτες πολιτιστικές διοργανώσεις, φιμώνοντας σε κατά κάποιον τρόπο. Ούτε σύνταξη από την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών δεν πήρες, ενώ τέτοιες συντάξεις παίρνουν τόσοι και τόσοι που έχουν στο ενεργητικό τους πολύ μικρότερο, σε όγκο και σε ποιότητα, έργο. Ποιος κατά την γνώμη σου υπήρξε ο λόγος αυτής της αποσιώπησης, αυτής της προσπάθειας φίμωσης (αν διαπίστωσες κάτι τέτοιο), αυτής της προκλητικά άνισης μεταχείρισης του δικού σου έργου σε σχέση με το έργο πολλών άλλων, πολύ λιγότερο γνωστών στους κύκλους των διανοουμένων απ’ ότι εσύ;
Λεωνίδας: Το όποιο «δημιουργικό έργο» μου –στις δεκαετίες του 1950,60 και μετέπειτα- ευτύχησε να το... αποσιωπήσουν οι ειδικοί χλωμοί τεχνοκρίτες και κριτικοί γραφιάδες κι έτσι τα τότε πρόσωπα, που κατά κανόνα προέρχονταν από την αριστερά, στράφηκαν να δουν τι σόι κείμενα και με τι τέχνες ασχολείται ο Χρηστάκης. Η τότε εποχιακή παντελής έλλειψη μιας σοβαρότερης κριτικής αντιμετώπισης με ωφέλησε. Η κριτική για μένα, από τα 35 μου χρόνια, ήταν μια ύποπτη και σκόπιμη προσέγγιση ιδιαίτερα εάν δεν ήσουν πρόσωπο των αριστερών κυκλωμάτων όπως δεν ήταν ο γράφων. Κι όταν από το τέλος της δεκαετίας του 1960 άρχισα να γράφω και να εκφράζομαι μέσα από τα περιοδικά μου «Κούρος» και «Παντέρμα» κι αργότερα από το «Ιδεοδρόμιο» και τις σελίδες των βιβλίων μου, ήταν αργά, για το κοινωνικό-πολιτικό σύστημα, να υποστώ μια όποια φίμωση, αφού κατά κανόνα η όποια κριτική αποτίμηση προέρχονταν από πρόσωπα της αριστεράς ή από δημοσιογράφους βοηθούντων κυρίως και των κοινωνικο-πολιτικών συγκυριών. Οι υποτιθέμενοι θιγόμενοι στην προσπάθειά τους να εδραιωθούν στο τότε υπάρχον σύστημα αλλά και οι νεότεροι γιόρταζαν την εποχιακή αμφισβήτηση μέχρι να εδραιωθούν κι αυτοί... (βλέπε για παράδειγμα την αντιμετώπιση των δημιουργιών του ποιητή και ζωγράφου Νίκου Εγγονόπουλου)! Ψάχνω ακόμα εάν εγώ έτρεχα πίσω από τη ζωή και τη δράση ή οι εκατοντάδες συμβιβασμένοι με τη ζωή που μόλις έβγαιναν από τις περιπέτειες της εξορίας τους και τις διώξεις, έτρεχαν πίσω από τα νοήματα των γραπτών μου. Αυτά που έγραφα κι έγραψα στα γραπτά μου και τα βιβλία μου δεν κρίθηκαν σημαντικά ως κείμενα, παρά μόνο ως διαπιστώσεις κι αναφορές, επιλογές που ήσαν πτερόεσσες, χωρίς βάθος, που μόνο κοιτώντας με κάποια ιδιαίτερη ματιά ενδοσκόπησης της τότε κοινωνίας μπορούσες να δεις ή να διακρίνεις τις ενοχές μιας ολόκληρης γενιάς που συμβιβάστηκε και σύρθηκε στα στρατόπεδα, στις φυλακές, στις εκτελέσεις και στην... πειθαρχημένη διαβίωση! Όταν πολλοί από τους «ποιητές» ή από αυτούς που «έγραφαν στίχους» έγραφαν χωρίς να σκώπτουν τη ζωή κι επομένως την κατάντιά τους. Ενώ τα χρόνια κι οι δεκαετίες πέρναγαν... Φυσικά υπήρχαν κι εξαιρέσεις που φάνηκαν αργότερα μέσα κυρίως από την ποίησή τους!
Περνάω στη δεκαετία του 1950
Η μετεμφυλιακή εποχή άλλαξε εντελώς την συμπεριφορά των πολιτών που «κατέβαιναν» από την επαρχία στις συνοικίες, αλλά και στο Κέντρο της Αθήνας. Με την προηγηθείσα αστυνομοκρατία, τις διώξεις και τις φυλακίσεις αλλά και τις εκτελέσεις, συν την «πειθαρχημένη διαβίωση», η αλλαγή της συμπεριφοράς των πάντων είχε απήχηση στον τρόπο μετακίνησης των ανθρώπινων κάτοικων/μαζών από την ελληνική επαρχία. Αλλαγή κίνησης και διαβίωσης όλων εκείνων των προσώπων που περιφέρονταν στο Κέντρο της Αθήνας και στα αυτο-αποκαλούμενα στέκια όπου σύχναζαν. Όμως, εδώ δεν πρόκειται για μια σειρά αναφορών που αναλώνονται σε «ιστορίες ζωής και έργου» ή «ιστορίες έργου και ζωής», προσώπων, που η αναγνώρισή τους από τα εκάστοτε εποχιακά κυρίαρχα κοινωνικά ή πολιτικά κατεστημένα, είχε σαν επακόλουθο να καταγραφούν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να έχουμε μια αλλοιωμένη εικόνα των προθέσεων και των επιδιώξεών των προσώπων αυτών, και που αρκετές φορές είχε συνέπεια να εξαφανιστούν, κι ή όποια εργασία τους να μη καταγραφεί διόλου! Η πιο σκληρή κι απροσδιόριστη κοινωνικά και πολιτικά ήταν η δεκαετία του 1950! Σήμερα, μετά από χρόνια, επιχειρείται, και όχι μόνο από εμένα, μια προσπάθεια όχι απομυθοποίησης, αλλά τοποθέτησης της ιστορίας ζωής και του έργου των προσώπων αυτών, που διήλθαν την δεκαετία του ’50, με μια άλλη λογική, η οποία να πλησιάζει περισσότερο την πραγματική τους εικόνα χωρίς να αμβλύνεται η συμβολή τους στην εξέλιξη της όποιας κοινωνικότητάς τους. Επίσης, με το μεγάλο ή περιορισμένο έργο τους προσπάθησα να έχω μια προσέγγιση έξω από τα καθιερωμένα πλαίσια μιας φιλολογικής ή αισθητικής αποτίμησης. (Πολύ καλή δουλειά πάνω στον τομέα της λογοτεχνίας έκανε μια εποχή αλλά και κατά καιρούς στο τότε ραδιοφωνικό Τρίτο Πρόγραμμα ο Κώστας Παπαγεωργίου). Η εύρεση στοιχείων για τους δημιουργικούς ανθρώπους στους οποίους αναφέρομαι, τις περισσότερες φορές, δεν υπήρξε εύκολη. Αναφέρομαι στην ανακάλυψη τους ανάμεσα σ’ ένα πλήθος ατόμων περιφερόμενων εκείνη την εποχή στο Κέντρο της Αθήνας, κάτι που τους εξασφάλιζε μία ανωνυμία μακριά από τις παρακολουθήσεις, ατόμων αγνώστων προς εμένα, που έγραφαν ποίηση, ημερολόγια, πρόζες, χρονικά με τις περιπέτειες της ζωής τους, αλλά και στην ανακάλυψη –αργότερα- εγκαταλειμμένων κειμένων και έργων τους (ποιήματα, πρόζες κι ημερολόγια) ανάμεσα σε συγγενικά τους σπίτια. Η δυσκολία, που ορθώθηκε μπροστά μου σαν ένα τείχος, βρισκόταν στη συνολική εικόνα σύγχυσης που άφησαν οι «άλλοι», οι τρίτοι, να φανεί για το κάθε πρόσωπο που προσπάθησα να δείξω ενδιαφέρον, σε μια εποχή ύποπτης παρακολούθησης, έως πονηρή και δύσκολη από πολλές απόψεις (χαφιεδισμός, οικειοποίηση της όποιας εργασίας τους ως και αποκάλυψη των κρησφύγετών τους στην πολυδαίδαλη και πολυπρόσωπη συνοικιακή περιοχή της Αθήνας). Φυσικά, η χρήση του όρου «προάγγελοι του χάους» που έχω κάνει συνάντησε δυνατές αντιδράσεις αφού κανένας από τους ποιητές και πεζογράφους της δεκαετίας του 1950 δεν ήθελε να πιστέψει για τον εαυτό του πως είναι «προάγγελος του χάους». Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 μερικοί θαμώνες ξεκίνησαν μέσα στο café Λουμίδη να συλλέξουν αρκετά ποιήματα, με σκοπό να κάνουν μια Ανθολογία Μεταπολεμικών Ποιητών. Τα πρόσωπα, κι αυτοί θαμώνες του παταριού του Λουμίδη, που μάζεψαν τα ποιήματα, ήσαν ο φιλόλογος εξ Αιγύπτου Ντίνος Γεωργούδης και ο ηθοποιός Κώστας Γεννατάς. Οι συμμετέχοντες ποιητές είχαν δικαίωμα συμμετοχής τεσσάρων σελίδων αποκλειστικά με στίχους κι ενός σύντομου βιογραφικού. Η προσπάθεια σταμάτησε και μόνο με την δική μου οικονομική συμβολή ολοκληρώθηκε και κυκλοφόρησε το 1958 σε λίγα αντίτυπα με τον τίτλο «Ανθολογία Μεταπολεμικών Ποιητών» και συμπεριλάμβανε εξήντα έναν (61) ποιητές όλους θαμώνες αποκλειστικά του παταριού... Τοποθετώντας μια μεγάλη δόση φιλελευθερισμού στις διαπιστώσεις μου δικαιολόγησα, στην αρχή, το φαινόμενο ενός φόβου που δεν ήταν εντελώς αδικαιολόγητος. Με την αναπόφευκτη όμως αναφορά αυτών των αγωνιστών και την δημοσίευση κειμένων τους σε έντυπα ή περιοδικά άλλων εκδοτών ή και στα δικά μου, η δικαιολογία άρχισε να χλομιάζει, όταν μάλιστα ανακάλυψα αδικίες, σκόπιμες παρερμηνείες και γενικά μια τάση διαστροφής και παραλλαγής της αλήθειας, κυρίως ως προς τη ζωή των ανθρώπων που οι κρίσεις τους και οι δημιουργίες τους υπήρξαν σχετικές πάντα με το υπάρχον περιεχόμενο των γραπτών τους αλλά και την άφιξη και την διαβίωσή τους στην Αθήνα, μετά από τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες τους. Αυτές οι διαπιστώσεις μου, οι κρίσεις μου και οι αναφορές μου, συντελέστηκαν πάντοτε με γνώμονα την δύσκολη εκείνη εποχή! Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που μας άφησαν ένα κάποιο μικρό ή μεγάλο έργο, στους νεότερους μετεπαναστατικούς ελληνικούς χρόνους, μέχρι και τη δεκαετία του 1970, έζησαν και πλαισιώθηκαν από κάποιες κοινωνικές ομάδες που ήσαν δημιούργημα μιας ιστορικοπολιτικής εξέλιξης, αλλά και ανάγκης.. Θέλω ν' αποφύγω, σε μια συνέντευξη με αναφορές όπως εδώ, μία επιμέρους μαρξιστική θεώρηση/ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων, κι όμως δεν μπορώ να παραβλέψω το γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν -και είναι ακόμη- ή τουλάχιστον συμπεριφέρεται σαν ένα νεοσύστατο κράτος, με ηγεμόνες ξένους ευγενείς και με γηγενείς, που θέλοντας οι νεοέλληνες να τους μιμηθούν δημιούργησαν μια πλαστή κοινωνικότητα συμπεριφοράς, ηθικής και φιλοτεχνίας, που ήταν κάθε άλλο παρά αυθεντική. Ο καλλιτέχνης, ο δημιουργός, ο ποιητής και ο συγγραφέας, προσπαθούσε, μέσα σ' αυτή την «ψευδή συνείδηση» του κοινωνικού θερμοκηπίου, να ανακαλύψει την αυθεντικότητα της έκφρασής του και να την προσαρμόσει στο κοινωνικό -υποκατάστατο- περίγυρό του. Κι όλα αυτά, σε μια περίοδο δεκαετιών που εκτός από τους δύο μεγάλους παγκόσμιους πόλεμους, η Ελλάδα, τυφλό όργανο των μεγάλων δυνάμεων, πέρασε μέσα από στρατιωτικά κινήματα, δικτατορίες, γερμανική κατοχή, πείνα, πολιτική αστάθεια, αντάρτικο, εμφύλιο πόλεμο, και ένα σωρό άλλες περιπέτειες ιδεών και ζωής, που χτυπούσαν άμεσα τους υπηκόους, μέσα στους οποίους, όπως ήταν φυσικό, βίωναν και μερικοί ταλαντούχοι δημιουργοί. Κάτω λοιπόν από αυτήν την πίεση, οι Έλληνες –οι δικοί μας δημιουργοί-, θιασώτες εν πολλοίς μιας ουτοπιστικής αναζήτησης, ανελίχθηκαν προς μια έκφραση φυγής από τη ζοφερή κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, που τις περισσότερες φορές, αφού δεν ήταν αυθεντική, τους σύντριβε. Για την αποφυγή αυτής τους της υπαρξιακής συντριβής, προσέφευγαν σε διεξόδους φυγής, μέσω της τέχνης, της γραφής αλλά, και του τρόπου της συμπεριφοράς τους ακόμα. (Παρένθεση: Δεν συμφώνησα ποτέ -παρόλη την εκτίμηση, τη γνωριμία και τη φιλία που είχαμε- με τον Μάρκο Αυγέρη (τον γιατρό Παπαδόπουλο) που πρέσβευε ότι οι γενιές του 1920, και του 1930, αναζητούσαν ιδέες· και φυσικά, επόμενο ήταν, τις ιδέες να τις βρουν στον κομμουνισμό). Ο κομμουνισμός και οι ιδέες του, στους Έλληνες πνευματικούς δημιουργούς της εποχής εκείνης, έπαιξε, από πρώτη όψη, ένα σπουδαίο ρόλο μιας εσωτερικής ανακούφισης, αφού με την διαμορφωμένη παγκόσμια κοινωνική κατάσταση, ο ουμανισμός πήγαινε κατά διαόλου. Από την άλλη όμως όψη, οι ιδέες του κομμουνισμού έπαιξαν έναν ρόλο καθοδήγησης, σε κείνους που -τουλάχιστον στην αρχή της προς τα έξω προβολής των δημιουργιών τους- ήταν μετριότατοι. (Θα επιθυμούσα να δοθεί προσοχή σε ένα σημαίνον ιστορικό γεγονός επιδιώξεων και συμπεριφοράς μιας μεγάλης εποχής για την Ελλάδα: Οι "ιδέες" μεταβαλλόμενες σε πρακτική και πράξη, ήταν μια σημαντική ανάγκη ζωής και τόνωσης στους παντός είδους αγρότες και εργάτες, δυστυχώς όμως δεν είχε τα ίδια αποτελέσματα στους πνευματικά εργαζόμενους και ελεύθερα σκεπτόμενους δημιουργικούς ανθρώπους). Για εκείνον τον άνθρωπο, εκείνης της περιόδου, που είχε τάσεις και ροπές (αλλά και αναζητούσε και μια διέξοδο από την καταπίεση) για μια οποιαδήποτε καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργία, η προσάρτησή του στις τάξεις ενός κόμματος -ακόμη και στο κομμουνιστικό- είχε ευγενή κίνητρα ενώ παράλληλα του δημιουργούσε δεσμευτικές τάσεις. Για την εποχή που αναφέρομαι, η «ιδέα του σοσιαλισμού» και του κομμουνισμού, ενώ ηλέκτριζε τους πάντες -πόσο μάλλον τους δημιουργούς, ταυτίζονταν με την απαραίτητη ένταξη στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας -προπάντων για έναν σκεπτόμενο ή διανοούμενο! Νομίζω, πως δεν χρειάζεται να επεκταθώ γιατί θα διακινδύνευα να πέσω στη χορεία του πολιτικοκοινωνικού αναλυτή· κατάσταση που δε με εύρισκε ποτέ σύμφωνο. Έτσι, εδώ και χρόνια, άφησα τον ρόλο αυτόν για κάποιους Τσουκαλάδες και. Γεωργαλάδες! Πίστευα και πιστεύω πάντως ότι οι πάσης φύσης και κλίσης δημιουργοί όφειλαν να είναι ανένταχτοι στην πρακτική, ενταγμένοι όμως γενικά και αναγκαία σε μια κυρίαρχη ελευθεριακή ιδεολογία. Ήταν αίτημα όχι μόνο δικό μου αλλά και του γύρω κόσμου τους. Η ιδεολογική ένταξη, με την έννοια που την εννοούσε και εξακολουθεί να την εννοεί το Κομμουνιστικό Κόμμα ή ένα κόμμα, οφείλει να καλύπτει μόνο τους οπαδούς, χωρίς να προσπαθεί να έχει καμιά απολύτως επίδραση στον ευρύτερο κόσμο του συνόλου των δημιουργών. Έστω και εάν σε μερικές εποχές (δικτατορίες, δεξιάς κλπ.) οι ανάλογες πρακτικές του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος, -δεν μπορώ να το αρνηθώ- ωφέλησαν συχνά το κοινωνικό σύνολο, ενώ παράλληλα το καναλιζάριζαν ιδεολογικά... Τα παραδείγματα στον Ελλαδικό χώρο είναι αρκετά. Η επί μέρους, καθολική αναγνώριση του έργου των ταλαντούχων Χατζή, Ρίτσου, Βρεττάκου, Θέμου Κορνάρου, Λειβαδίτη, Κατσαρού, Θεοδωράκη, Πρωταίου, Καϊμη, Μιχάλη Κατσαρού και άλλων, συντελέστηκε μέσα σ' ένα φάσμα καθολικότητας, όταν οι ίδιοι οι δημιουργοί αμφισβήτησαν την «πρακτική» της ιδεολογίας τους όπως την αποτύπωναν στις σελίδες των βιβλίων τους που τα περισσότερα τα εξέδιδαν με δικά τους χρήματα στερούμενοι συχνά ακόμα ένα τακτικό και στοιχειώδες φαγητό... Από την άλλη μεριά, όλοι εκείνοι που δεν μπόρεσαν ή δεν είχαν το σθένος να αποστασιοποιηθούν από την ιδέα της έμπρακτης εφαρμογής της ιδεολογίας τους, όπως τους την κατηύθυνε το Κόμμα (ένα είναι το «Κόμμα»), σχεδόν εξαφανίστηκαν, ή η αναγνώρισή τους ήταν εποχιακή -στο βαθμό που τους είχε ανάγκη και όπως ήταν φυσικό, τους σιγοντάριζε το Κόμμα. (Βλέπε μερικούς αγωνιστές –δυστυχώς ως παραδείγματα: Θέμος Κορνάρος, Γιάννης Μαγκλής, Αντρέας Φραγκιάς, Φώτος Γιοφύλης, Μενέλαος Λουντέμης, και άλλοι οι περί αυτήν την ηλικία ή γενιά όπως αναφέρονται στα βιβλία της σειράς των εκδόσεων «Σπηλιώτη» «ΛΟΥΜΙΔΗΣ Έλληνες ποιητές αγνοημένοι»...Κυκλοφορεί στο βιβλιοπωλείο Σπηλιώτη, Σολωμού 3 – Εξάρχεια). Η αναφορά μου στο σημείο αυτό τείνει στην κατάληξη πως όλοι εκείνοι που έκριναν ή παρουσίαζαν με τον α΄ ή β΄ τρόπο τους «απ-ελεύθερους δημιουργούς», ήσαν ενταγμένοι άμεσα ή έμμεσα στις πρακτικές του Κόμματος. Και πολλές φορές κάτι πολύ χειρότερο αλλά αναγκαίο, ήσαν «συμπαθούντες κρυπτοκομμουνιστές», με αποτέλεσμα να υπάρχει μια μόνιμη αρνητική στάση απέναντι στον καθένα, που ήταν, όχι αντικομμουνιστής, αλλά απλά ελευθεριακός -πλην όμως σοσιαλιστικών ιδεών. Και, μέχρι την άρνηση ή την έντεχνη άγνοια των προσώπων αυτών, τα πράγματα ήταν κάπως ανεκτά. Όμως οι εγκάθετοι κριτικοί, κοινωνιστές δημοσιογράφοι, «Προοδευτικοί διανοούμενοι της Αριστεράς», και άλλοι παράγοντες, κομματικοί και μη, διέβαλλαν με κάθε τρόπο το έργο τους, αλλά και τη ζωή του «ελευθεριακού δημιουργού». Έπρεπε να περάσουν σαράντα χρόνια ζωής του Γιάννη Ρίτσου για να δεχτούν οι ίδιοι οι ομοϊδεάτες του, και να ομολογήσει και ο ίδιος, ότι είχε τάσεις μη παραδεκτές -έστω και πλατωνικές. Όπως ισχυρίζονταν μέχρι το 1971 στη Μονεμβασία η αδελφή του, ήταν ένας «ελεύθερος διανοούμενος», με δική του, απόλυτα προσωπική συμπεριφορά! Τον Λαπαθιώτη όμως, τον Τσαρούχη, τον Μάρραιη Βελλούδιο, ακόμα και τον «δικό τους» Θέμο Κορνάρο, αλλά και πολλούς άλλους, τους απομάκρυναν σαν χολερικούς από την αρχή της εμφάνισής τους ή και στο διάστημα της πορείας τους, ενώ σχεδόν με τακτικότητα μέσα από τα παράνομα κι αργότερα νόμιμα έντυπά τους, τους αγνοούσαν ή τους μαστίγωναν με άρθρα και απόρριψη! Αυτό το φαινόμενο, δεν συνέβαινε ανοικτά μόνο στην κομμουνιστική παράταξη αφού η δεξιά είχε άλλες φασιστοειδείς μεθόδους! Αυτό συνέβαινε σχεδόν πάντα με τη δεξιά. Μόνο που εκεί από δεκαετίες η κοινωνική κριτική για τους «ημέτερους» γινόταν σε πολύ κλειστά επίπεδα, σχεδόν αποκρυφιστικά, αφού η δεξιά στην Ελλάδα για πολλές δεκαετίες ήταν στην εξουσία και είχε γίνει κατεστημένο. Σε ό,τι αφορούσε όμως τους «προοδευτικούς διανοούμενους», αυτοί ήσαν, έτσι κι' αλλιώς για την δεξιά, «προδότες του έθνους»! Εάν μάλιστα κάποιος ήταν περισσότερο «προοδευτικός» (sic) και απροσχημάτιστα είχε ανοικτά διατυπωμένες αριστερές ιδέες, ακόμη και χωρίς να είναι μέλος του Κόμματος, τότε γι’ αυτόν -μιλάμε πάντα για διανοούμενους- η δεξιά δημιουργούσε «φάκελο» και ή τον έστελνε στην εξορία ή τον έκλεινε στις φυλακές! Δεν ήσαν λίγοι εκείνοι οι ανένταχτοι δημιουργοί που επέλεξαν από μόνοι τους το δρόμο της φυγής -αυτοεξορίας- ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1950, για να αποφύγουν τις συνέπειες ενός τέτοιου παραλογισμού· ενδεικτικά επώνυμα παραδείγματα: ο ποιητής Νίκος Σπάνιας. ο ποιητής Βλάσης Τριανταφύλλου, οι δημιουργικοί Ξενάκηδες (Ιάνης, Τζαίησον και Κοσμάς), για να μην αναφέρω τον διάσημο αρχαιολόγο που κατέφυγε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Άλκη Οικονομίδη! Πιθανά και άλλοι που δεν έπεσαν στην αντίληψή μου. Όμως, από το 1952, όταν η δια-βιοτική πίεση για κάποιον σκεπτόμενο υποτυπωδώς, ήταν αφόρητη, ήταν τότε που εντελώς άτυπα και χωρίς την παραμικρή καθοδήγηση δημιουργήθηκαν μερικά «στέκια» μέσα στο κέντρο της Αθήνας (βλέπε: Λουμίδης, Piccadily, Brazilian, Βυζάντιον, Λυκόβρυση, Δεξαμενή, εστιατόριο Κεντρικόν, ουζερί Απότσου κ.ά.) τα οποία συγκέντρωναν μερικές δεκάδες εκφραστών: ποιητών, μουσικών, σκηνοθετών, συγγραφέων, ζωγράφων, σκηνογράφων, πεζογράφων, εκκολαπτόμενων πανεπιστημιακών, φιλολόγων, φωτογράφων, φωτορεπόρτερ, δημοσιογράφων που μόλις είχαν βγει από την εξορία ή και άλλων ανήσυχων τύπων που δεν είχαν κατασταλάξει εντελώς. Όλοι οι ανήσυχοι περιφερόντουσαν από στέκι σε στέκι, από τις δεκάμιση το πρωί μέχρι τις δύο μετά τα μεσάνυχτα ! Δεν θα ήθελα κανένας από τους αναγνώστες να σχηματίσει την εντύπωση ότι είμαι ένας εποπτικός ή γραφικός παρατηρητής των γενεών, γι’ αυτό ξεκαθαρίζω την θέση μου όταν αναφέρομαι στα πρόσωπα της «μετατραυματικής γενιάς», μιας γενιάς που επιβίωσε των δεινών της Γερμανικής Κατοχής, του Κινήματος 1944, του Αντάρτικου, του Εμφύλιου Πολέμου και όλων των διώξεων που επακολούθησαν μετά το 1949 με χειρότερη την πολυετή φάση της «Πειθαρχημένης Διαβίωσης». Ψυχικά, αλλά και λόγω ηλικίας, ήμουν και είμαι ΕΚΕΙ μαζί τους σ’ όλα τα αναφερόμενα στέκια συν το γεγονός ότι πίστευα και πιστεύω στα ποιητικά τους κείμενα και στα άλλα τους δημιουργήματα, άσχετα εάν ήσαν ή είναι περισσότερο αυθεντικά από όλα σχεδόν τα ποιητικά κείμενα του μισού του 20ού αιώνα (μιλάω για την «Γενιά του ΄30»). Υπάρχουν φυσικά και εξαιρέσεις αλλά εδώ αναφέρομαι στις περιπτώσεις εκείνες που μέσα σε μια δεκαετία -του 1950- μας έδωσαν αρκετά κείμενα και δυστυχώς πολλά από τα βιβλία τους που περιέχουν τα ποιητικά τους κείμενα δεν υπάρχουν στην σημερινή κυκλοφορία.
Φίλιππας: Κρατήθηκες πάντα μακριά από τον λαϊκισμό και τα κολακευτικά για τους μη προνομιούχους κλισέ του, ενώ από άποψη τρόπου ζωής ήσουν πάντα «κοντά στον λαό» (για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση που κάποτε ήταν της μόδας στην αριστερά). Τι ήταν αυτό που σε κράτησε μακριά από τις πολιτιστικές, ας πούμε, προτιμήσεις των μαζών, μάζες τις οποίες εσύ γνώρισες από κοντά όσο λίγοι, και τις οποίες χάιδεψε, κολάκεψε και απενοχοποίησε, ως προς τις πολιτιστικές τους επιλογές, η πλειοψηφία των ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών της αριστεράς;
Λεωνίδας: Διερωτάσαι, Φίλιππα, τι ήταν αυτό που με κράτησε μακριά από τις πολιτιστικές, ας πούμε, προτιμήσεις των μαζών τις οποίες γνώρισα από κοντά όσο λίγοι. Εδώ δεν μπορώ ν’ απαντήσω με ακρίβεια: Πες η απογοήτευσή μου, πες η λατρεία μου στα περιοδικά , πες η πίστη μου στους αγωνιστές, που ως εκείνη τη στιγμή προσπαθούσαν μετανοημένοι να κρατηθούν μακριά από συμβιβασμούς, ήταν κι’ αυτό –μεσούσης της ακμής της ηλικίας μου- μια αγωνιστική διάθεση που δεν την σκεπτόμουνα σαν ιδεολογία.... αλλά κι εδώ το ένστικτό μου με πρόδωσε, αφού ακόμα οι λίγοι που πίστευα, πήραν με την συγκατάθεσή τους, χρήματα από το Ίδρυμα Φορντ. Σαν σφήνα παραθέτω τα γεγονότα και το ρόλο του Αμερικάνικου Ιδρύματος Φορντ που είχε την έδρα του στο Δυτικό Βερολίνο όπου εκεί, προφανώς, εξυφάνθηκε από την αρχή της δεκαετίας του 1960, το σχέδιο της χρηματοδότησης σε αρκετούς Έλληνες διανοούμενους –κυρίως ποιητές- με αρχικό το πρόσωπο του Κάρολου Κουν!... Έως μεσούσης της χούντας δόθηκαν σταδιακά σε ενενήντα δύο (92) πρόσωπα χρήματα –αρκετά από τα πρόσωπα προέρχονταν από την αγωνιστική αριστερά. Για μένα ήταν μια ευκαιρία να αναφερθώ στην σαθρή ιδεολογία των «αριστερών», δεδομένου η Χούντα των Συνταγματαρχών ήταν «ante portas» και η καταβολή των αμερικάνικων χρημάτων στους επιλεγμένους «διανοούμενος» ολοκληρώθηκε στην δικτατορία. Για μένα, ξαναλέω, ήταν μια ευκαιρία να αναφερθώ στα πρόσωπα που δέχτηκαν, μετά από συγκατάθεσή τους την ...Χορηγία Φορντ, αφού με σοβαρό κίνδυνο να συλληφθώ υπέκλεψα «νύκτωρ» ως διαρρήκτης, από το γραφείο του εν Αθήναις Ιδρύματος Φορντ στο Κολωνάκι, τους καταλόγους, και χωρίς χρονοτριβή δημοσίευσα τους καταλόγους των «αργυρώνητων» στα περιοδικά μου «Κούρος» και «Panderma». Μάλιστα δημοσίευσα τα ονόματα των «εκλεκτών» προοδευτικών ατόμων σε φωτοτυπία, όπως ήταν στους καταλόγους που... υπέκλεψα. Εδώ έγραψε πύρινα άρθρα η συγγραφέας Λιλή Ζωγράφου. Από εκεί και πέρα τα τεύχη που εξέδιδα αγοράζονταν όπως, άλλωστε, και τα βιβλία μου ...σα ζεστή τυρόπιτα !
Φίλιππας: Απ’ όσο ξέρω, από την 19ετή στενότερη προσωπική μας γνωριμία (γιατί για πρώτη φορά γνωριστήκαμε, αν θυμάσαι, στο νοσοκομείο κρατουμένων του Κορυδαλλού, όπου κρατιόμασταν σαν τρομοκράτες, το 1980), ποτέ δεν επιδίωξες το χρήμα και την κοινωνική προβολή, ενώ γνωρίστηκες με, και εκτιμήθηκες από, υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, με αποτέλεσμα σήμερα να ζεις, κατά κάποιο τρόπο σαν ασκητής, μποέμ, κοσμοκαλόγερος, όπως θες παρ’ το. Θα μπορούσα να πω ότι οι ανατρεπτικές ιδέες σου ευθυγραμμίζονται με τον τρόπο ζωής σου. Πόσο πιστεύεις ότι αυτές σου οι επιλογές επηρέασαν το έργο σου;
Λεωνίδας: Δεν γνωριστήκαμε στο νοσοκομείο των Φυλακών Κορυδαλλού Φίλιππα Κυρίτση διότι η «φήμη» και των δύο ήταν γνωστή –για τον καθένα με τον τρόπο του και την μορφή της αγωνιστικότητάς του. Εσύ ως αγωνιστής με της χαλκευμένες ασφαλίτικες ιστορίες της Ασφάλειας Αθηνών κι σαν εγώ σαν ...Αρχηγός Τρομοκρατικής Ομάδας! Όμως η κατά πρόσωπο γνωριμία μας πραγματοποιήθηκε, όπως λες, περί τα είκοσι χρόνια πριν. Διαπιστώνεις πως ποτέ δεν επεδίωξα χρήμα και κοινωνική προβολή. Τα τεύχη μου, κυρίως το «Ιδεοδρόμιο», πουλιόντουσαν πολύ και λόγω μιας φρενίτιδας δικής μου, τα όποια χρήματα συνέλεγα, λόγω των επαναληπτικών εκδόσεων, ξοδεύονταν για το επόμενο τεύχος και για άλλα έντυπα επίσης μαχητικού θέματος, αλλά και σε καθημερινά γεύματα αρκετών συνεργατών στο μαγέρικο του Μπάρμπα Γιάννη της οδού Δερβενίων και Εμμ. Μπενάκη! Ακολούθως μετακόμιζα, έχω αλλάξει σε δεκαεφτά χρόνια τριάντα ένα (31) γραφεία, αποθήκες, στέκια, ενώ εσύ αγωνιζόσουν με παρατεταμένες απεργίες πείνας στις φυλακές! Επίσης η σύντροφός σου Σοφία –αγωνίστρια και αυτή- στη φυλακή με σαθρές κατηγορίες στρέφονταν κατά των κάκιστων συνθηκών των Γυναικείων Φυλακών Κορυδαλλού. Γράφεις στο ερωτηματολόγιό σου και μιλάς για τις ... «ανατρεπτικές ιδέες» μου οι οποίες ευθυγραμμίζονταν με τον τρόπο της ζωής μου... Αυτό είναι μια υπερβολή, και δεν επηρέασαν διόλου το όποιο έργο μου, αφού αυτό το έργο ήταν σταθερό –αρκεί να δεις ξανά και με προσοχή τη θεματολογία των περιεχομένων του Ιδεοδρόμιου και του Panderma!
Φίλιππας: Ο τρόπος που παρουσιάζεις τα θέματα σου, στα λίγο-πολύ αυτοβιογραφικά σου βιβλία, χαρακτηρίζεται από κάποιο λεπτό χιούμορ. Τι είναι αυτό που σ’ έχει κάνει να εστιάζεις στην χιουμοριστική πλευρά των θεμάτων σου και να μην σε συνθλίβει η, φαινομενική τουλάχιστον, σοβαρότητά τους;
Λεωνίδας: Μου λες πως τα κείμενα και τα βιβλία μου είναι αυτοβιογραφικά κι έχουν κάποιο χιούμορ. Προσωπικά δεν συμφωνώ με τη διαπίστωσή σου να εστιάζεις τη γραφή μου σε μια χιουμοριστική πλευρά. Τα κείμενά μου είτε στα περιοδικά είτε οι σελίδες των βιβλίων μου στερούνται χιούμορ…
Φίλιππας: Ένα σημαντικό μέρος του έργου σου καταπιάνεται με τις σεξουαλικές αγκυλώσεις και γενικότερα με την κριτική των κατεστημένων αντιλήψεων και τρόπων συμπεριφοράς που σχετίζονται με την ερωτική ζωή του ανθρώπου. Τι είναι αυτό που σε έκανε να εστιάσεις το ενδιαφέρον σου σε αυτήν την πλευρά της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ποιοι είναι οι λόγοι που αυτή η συμπεριφορά αποσιωπήθηκε, σε μεγάλο βαθμό, μέσα στον κινηματικό λόγο της αριστεράς στην Ελλάδα;
Λεωνίδας: Γιατί να καταπιαστώ, ανάμεσα στις εκατοντάδες σελίδες των περιοδικών μου και των γραπτών μου, και με την «σεξουαλική αγκύλωση» και με την κριτική –επί του θέματος- των κατεστημένων αντιλήψεων και των τρόπων συμπεριφοράς που σχετίζονται με την ερωτική ζωή του ανθρώπου; Ίσως αυτό τώρα να μην γινόταν αφού τα πράγματα έχουν αλλάξει, αλλά πριν 15-25 χρόνια και πιο πριν υπήρχε ένας μικροαστικός συντηρητισμός που απαιτούσε κι αναζητούσε παρεμβάσεις. Όπως σωστά γράφεις στην ερώτησή σου, το θέμα επί αυτής της συμπεριφοράς αποσιωπήθηκε μέσα στον κινηματικό λόγο της αριστεράς στην Ελλάδα. Σήμερα, αρχές του 2008, ακόμα και η Κα Παπαρήγα πηγαίνει σε κομμωτήριο και... πιθανά και σε slim studio!
Φίλιππας: Στην Ελλάδα κατά την δεκαετία του ’70 αναπτύχθηκε κάποιο φεμινιστικό κίνημα, το οποίο γνώρισες από κοντά και συνέβαλες λίγο-πολύ σ’ αυτό (περιοδικό Πόλη Γυναικών, Πλάτη κλπ.) Πιστεύεις στην επικαιρότητα του φεμινιστικού λόγου και στον ανατρεπτικό του χαρακτήρα;
Λεωνίδας: Είναι γεγονός αυτό που επισημαίνεις, πως στην δεκαετία του 1970 αναπτύχθηκε κάποιο φεμινιστικό κίνημα. Δεν το γνώρισα από κοντά διότι δεν υπήρξα φιλο-φεμινιστής. Αλλ’ αυτό δεν σήμαινε ότι δεν βρήκα την ευκαιρία να παροτρύνω σε δέκα χρόνια -1985 ως 1995, δύο γυναίκες να εκδώσουν δύο περιοδικά –όχι φεμινιστικά, απλά περιοδικά με γυναικεία θέματα! Το πρώτο με 8 τεύχη, το «Πόλη Γυναικών» της Κας Ντίνας Μαλλιάκου και το δεύτερο «Πλάτη και λίγο παρακάτω» της Χρυσάνθης Θέου...Και φυσικά δεν πιστεύω και δεν πίστεψα ουδέποτε σε όποιο φεμινιστικό κίνημα κι ούτε πως όποιος φεμινιστικός λόγος εστιάζεται σε ανατρεπτικές προθέσεις...
Φίλιππας: Το έργο σου αφήνει την αίσθηση μιας υποβόσκουσας κριτικής του εθνικισμού, η οποία μερικές φορές βγαίνει στην επιφάνεια με εντυπωσιακό τρόπο, όπως με την αφίσα για τις παρελάσεις. Σήμερα ο εθνικισμός έχει πάρει διαστάσεις που θυμίζουν τουλάχιστον την δικτατορία των συνταγματαρχών 1967-1974. Πιστεύεις ότι οι εθνικιστές είναι ειλικρινείς, δηλ. πιστεύουν στα συνθήματα που διατυμπανίζουν ή μήπως ο εθνικισμός, όπως και την εποχή του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων αποτελεί μια επιλογή που διευκολύνει την οικονομική και την κοινωνική εξασφάλιση όσων τον υιοθετούν;
Λεωνίδας: Σταθερά είχα κι έχω από παλιά μια θέση αγωνιστική κι όχι μόνο, αλλά και θέση κατά οποιουδήποτε Εθνικισμού, απ’ όπου κι εάν προέρχεται. Όμως οι απασχολήσεις μου και γενικά η κουλτούρα μου δεν με οδήγησε στη μάχιμη έπαλξη κάποιων αγώνων. Ετσι πολύ λογικά διερωτάσαι για τον τρόπο και το μέσο που εκφράζω το αντι-εθνικιστικό μου αίσθημα. Η αφίσα «Γιατί οι Παρελάσεις είναι Ανθυγιεινές» που κυκλοφόρησα σε πολλαπλά αντίτυπα, στα τελευταία 40 χρόνια είναι πλέον μια γραφική κατάσταση. Ο «Εθνικισμός» σαν ιδεολογία παρατηρώ ότι φθίνει και περιορίζεται σ’ ένα γραφικό κίνημα απασχόλησης νέων που είναι αμόρφωτοι ή ανεγκέφαλοι και οι γονείς καμαρώνουν τα παιδιά τους που παρελαύνουν μπροστά στους ...επισήμους!
Φίλιππας: Ποια είναι η γνώμη σου για την θρησκεία και ιδιαίτερα για το ρόλο της ορθόδοξης εκκλησίας της Ελλάδας στην πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ζωή της χώρας;
Λεωνίδας: Φυσικά, όπως και κάθε λογικός κι αγωνιστικός δημιουργικός άνθρωπος η γνώμη μου για την θρησκεία και πόσο μάλλον για την ορθοδοξία είναι αρνητική. Η Εκκλησία της Ελλάδος είναι ένα «θεάτρημα» με το οποίο αμόρφωτοι άνθρωποι, δηλαδή ο λαός που δεν μπόρεσε και δεν του δόθηκαν τα μέσα να μορφωθεί και να σταθμίσει την υπαρξιακή του κατάσταση, περνάνε τη ζωή τους σε μια «ψευτο-λατρεία». Όπου ένας πολίτης ασχέτως τάξεως και λόγω έλλειψης μιας στοιχειώδους μόρφωσης μιμείται τους θρησκευόμενους... Σε ό,τι αφορά τους μορφωμένους «θρησκευόμενους» τα «θέατρα» είναι διαφορετικά. Υπάρχει μια υποκρισία που βοηθά να αναρριχηθούν σε θέσεις των κοινωνικών διακλαδώσεων κι έτσι διαιωνίζονται με την παρουσία τους ...δεν επιθυμώ να επεκταθώ σε αναλύσεις διότι πιστεύω πως έδωσα το στίγμα μου με τις παραπάνω απόψεις και αυτό γίνεται αποκλειστικά μόνο για τον Φίλιππα Κυρίτση που εκτιμώ... Εξ άλλου είναι νομίζω πολύ φανερό. Όταν κάποιος κάνει μια ανάγνωση στις εκατοντάδες σελίδες των βιβλίων μου δεν θα συναντήσει καμιά νύξη που να πλησιάζει τίποτα το χριστιανικό. Εξ άλλου έχω δηλώσει στον στενό μου κύκλο ότι δεν επιθυμώ Χριστιανική ταφή...
Φίλιππας: Τώρα τελευταία ιδιαίτερα, με αφορμή την δίωξη του ναζιστή Πλεύρη, συζητήθηκε πολύ το κατά πόσον ο ναζισμός πρέπει να προπαγανδίζεται ελεύθερα. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι έχουν δικαίωμα οι ναζιστές να προπαγανδίζουν ελεύθερα τις ιδέες τους, ενώ κάποιοι άλλοι υποστήριξαν ότι η ναζιστική προπαγάνδα οδηγεί σε πογκρόμ και κάθε είδους έγκλημα εναντίον αυτών που παραδοσιακά ο ναζισμός στοχοποιούσε, δηλ. οι ναζιστές προπαγανδιστές γίνονται ηθικοί αυτουργοί μιας σειράς εγκλημάτων, το μεγαλύτερο των οποίων, ιστορικά, υπήρξε το Ολοκαύτωμα. Εσύ, έχοντας γνωρίσει πολλές μορφές ανοιχτής και κεκαλυμμένης ναζιστικής προπαγάνδας και έχεις δει τα αποτελέσματά τους, ποια άποψη θεωρείς ότι βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα;
Λεωνίδας: Συμφωνώ ότι το αποτέλεσμα του χιτλερικού ναζισμού υπήρξε το Ολοκαύτωμα, αλλά ο Κώστας Πλεύρης δεν είναι και δεν ήταν ποτέ καμιά οντότητα και θα του πρόσθετα μια αξία που δεν του αρμόζει. Και δεν μου πάει να μιλάω με τρόπο που ανεβάζει την αξία ασήμαντων φανατικών ανθρώπων...
Φίλιππας: Η δεκαετία του 1990 ανέδειξε την Ελλάδα πρώτη στον ρατσισμό, στον εθνικισμό και στην θρησκευτική μισαλλοδοξία, μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πιστεύεις ότι οι στατιστικές ανταποκρίνονται στην αλήθεια ή τα στοιχεία είναι διαστρεβλωμένα από τους «εχθρούς της Ελλάδας»;
Λεωνίδας: Με συγχωρείς αλλά δεν έχω αυτήν την μεγάλη εποπτεία πληροφόρησης όπου έχεις εσύ εστιάσει τη ζωή σου Φίλιππα Κυρίτση και οι απόψεις μου για πολλά θέματα είναι στοιχειώδεις, συμπτωματικές και περιορισμένες και σε θαυμάζω αφού είσαι από τους ανθρώπους που σκοπεύουν τόσο ψηλά: για τον ρατσισμό, τον εθνικισμό, την θρησκευτική μισαλλοδοξία όπου, όπως με πληροφορείς, είμαστε –εμείς οι Έλληνες- πρώτοι μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βρισκόμαστε σε διαφορετικό μήκος κύματος αγωνιστικότητας και δεν μου επιτρέπεται να απαντήσω σε τόσο πολύ υψηλά νοήματα.
Φίλιππας: Πιστεύεις ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων ή, όπως υποστηρίζουν πολλοί, ένα κράμα διαφόρων φυλών που πριν και μετά την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατοίκησαν στον ελλαδικό χώρο, όπως οι Βλάχοι, οι Σλάβοι, οι Αλβανοί, οι Καταλανοί, οι Φράγκοι, οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι;
Λεωνίδας: Δεν μπορώ να απαντήσω σε παρόμοιες ερωτήσεις, εάν οι σημερινοί Έλληνες είναι ή δεν είναι απόγονοι κάποιων φυλών ή περιφερόμενων μειονοτήτων.
Φίλιππας: Ποια είναι η άποψή σου πάνω στο δικαίωμα των εθνικών μειονοτήτων της Ελλάδας, όπως οι εθνικά Μακεδόνες, οι Τούρκοι, οι Βλάχοι και οι τσιγγάνοι (Ρομά), να αναγνωρίζεται δημόσια η εθνικότητα τους, να μιλάνε ελεύθερα την γλώσσα τους, να την διδάσκονται στα σχολεία και γενικά να απολαμβάνουν όλα τα δικαιώματα που απολαμβάνει η πλειοψηφία που αυτοκαθορίζονται σαν Έλληνες;
Λεωνίδας: Δεν έχω άποψη στο δικαίωμα των Εθνικών Μειονοτήτων. Το παρακολουθώ το θέμα όπως κάθε πολίτης και νομίζω πως μεγαλοποιείς την υπόστασή μου ενώ εγώ υπήρξα και είμαι κάτι σαν «κοινωνικός συγγραφέας» μιας εποχής....
Φίλιππας: Ποια είναι η γνώμη σου πάνω στο ζήτημα της αναγνώρισης από το ελληνικό κράτος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας με την συνταγματική της ονομασία;
Λεωνίδας: Η γνώμη που προσπαθείς να μου εκμαιεύσεις για το Μακεδονικό είναι περιττή κι έτσι όπως την θέτεις μου θυμίζει παλιές, κακές, καταστάσεις δηλώσεων!
Φίλιππας: Είναι γνωστό ότι, από όλους τους κατοίκους αυτής της χώρας, οι τσιγγάνοι (Ρομά) βρίσκονται στην χειρότερη θέση. Αποδίδεις τα βάσανά τους σε δική τους υπαιτιότητα ή ευθυγραμμίζεσαι με τις απόψεις μη κυβερνητικών οργανώσεων, όπως του Ελληνικού Παρατηρητήριου των Συμφωνιών του Ελσίνκι, καθώς και των αρμοδίων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι πολλά από τα δικαιώματά τους καταπατούνται με αποτέλεσμα να είναι θύματα ενός απαρτχάϊντ που τους κρατά στην δυστυχία σε σχέση με τους Έλληνες;
Λεωνίδας: Για τους τσιγγάνους πιστεύω ότι οι διώξεις τους δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα, αλλά είναι θέμα διαβαλκανικό και όχι μόνο...
Φίλιππας: Ποια είναι η άποψή σου πάνω στο ζήτημα της κατάργησης της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, όπως έχει γίνει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες; Πιστεύεις ότι μόνο με επαγγελματικό στρατό, όπως έχουν αυτές οι χώρες, η Ελλάδα, που από συστάσεώς της έκανε μόνο επιθετικούς πολέμους κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα δεχτεί για πρώτη φορά επίθεση από την Τουρκία και θα κατακτηθεί, όπως κατακτήθηκε από τις δυνάμεις του Άξονα κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο;
Λεωνίδας: Όσο για το θέμα της υποχρεωτικής στράτευσης πιθανά να θεωρείς αμελητέο το ότι σου έχω δημοσιεύσει τις θέσεις, άρα συναινώ, και στο επικείμενο βιβλίο μου για τα Εξάρχεια κάνω και πάλι μνεία, ενώ το «Τρελόχαρτο» εγώ σου το εξέδωσα σε μια εποχή περισσότερο σκληρή...
Φίλιππας: Ποια είναι η άποψή σου για την μαζική κουλτούρα των σκυλάδικων και του ποδοσφαίρου; Πιστεύεις ότι εκπροσωπεί μια μορφή ακίνδυνης διασκέδασης που προκρίθηκε από το ευρύ κοινό ή καλλιεργήθηκε και συντηρείται από το κράτος, γιατί εξυπηρετεί τα σχέδια του για το μορφωτικό επίπεδο του κοινού;
Λεωνίδας: Η ερώτηση για τα ...σκυλάδικα περιέχει από μέρους μου μια αυτόματη αρνητική απάντηση κι εγώ δεν ασχολήθηκα ποτέ με το λούμπεν προλεταριάτο... και τις επιδόσεις του!
Φίλιππας: Πολλά έχουν ειπωθεί υπέρ και κατά της αποποινικοποίησης της ινδικής κάνναβης, και μερικά υπέρ της αποποινικοποίησης όλων των απαγορευμένων ουσιών. Ποια είναι η γνώμη σου πάνω σε αυτό το θέμα;
Λεωνίδας: Σε ότι αφορά την Ινδική κάνναβη αρκετές φορές έχω δημοσιεύσει κείμενα κα θέσεις υπέρ της αποποινικοποίησης στα περιοδικά μου αλλά και τα βιβλία μου ώστε η επανάληψη θα ήταν κουραστική.
Φίλιππας: Και μια που, όπως ξέρεις, έχω μια ιστορία και μια δραστηριότητα στον αναρχικό χώρο, δεν θα αποφύγω να σε ρωτήσει και κάτι σχετικό με την δική σου σχέση και ιστορία με τον χώρο αυτό. Γνώρισες από κοντά τον αναρχικό χώρο από τότε που εμφανίστηκε στην Ελλάδα την δεκαετία του 1970, γνωρίστηκες μάλιστα με κορυφαίους αγωνιστές εκείνης της εποχής που δεν ζουν πια, αναρχικούς ή μη, όπως ο Χρήστος Κωνσταντινίδης, ο Νίκος Μπαλής και ο Βασίλης Τσιρώνης, με τον οποίο έχεις φωτογραφηθεί και στο μπαλκόνι του σπιτιού , όπου πολιορκήθηκε πριν τον αυτοκτονήσουν οι ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας, προσέφερες πολλά στην πληροφόρηση αυτού του χώρου, όχι μόνο με το περίφημο περιοδικό «Ιδεοδρόμιο» αλλά και με βιβλίο (το πρώτο στην Ελλάδα) με ντοκουμέντα για την R.A.F. και με πολλά άλλα βιβλία, όπως τα βιβλία της σειράς για την Μη Άμεση Επανάσταση (π.χ. Αναρχισμός και Σινεμά), μέχρι και φυλακίστηκες και δικάστηκες σαν τρομοκράτης μένοντας, προτού αθωωθείς, για πολλούς μήνες στην φυλακή (όπου και πρωτοειδωθήκαμε). Κι όμως σήμερα, δεν συζητιέται καθόλου η προσφορά σου και μάλλον είσαι λίγο-πολύ άγνωστος στους σύγχρονους αναρχικούς, όπως είμαι ως ένα βαθμό κι εγώ. Βλέπεις ένα κενό στην συλλογική μνήμη του σημερινού αναρχικού χώρου, όπως βλέπω εγώ, ή αυτή είναι μια δική μου ψευδαίσθηση; Κι αν βλέπεις, που θα μπορούσες να το αποδώσεις;
Λεωνίδας: Για τον «αναρχικό χώρο» που με ρωτάς, πάντα σιγοντάριζα τις θέσεις του και τα κείμενα που περιείχαν τα σχετικά βιβλία και οι μπροσούρες, είτε αυτά που εξέδιδε ο Χρήστος Κωνσταντινίδης στη «Διεθνή Βιβλιοθήκη» είτε και αυτά που έδινα να μου μεταφράσουν. Δεν έμεινα στη Φυλακή της Αίγινας ως Αρχηγός Τρομοκρατικής Ομάδας παρά μόνο τρεις μήνες, οπότε κι αθωώθηκα από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών... Εξάλλου πολλά βιβλία που επέλεξα κι εξέδωσα μεταξύ των οποίων όπως «Μπάντερ-Μάινχοφ», «Αναρχισμός και Σινεμά» κ. ά. πραγματοποίησαν πολλές εκδόσεις.
Φίλιππας: Και μια τελευταία ερώτηση: Πιστεύω ότι υπήρξες ένας άνθρωπος ιδιαίτερα δύσπεπτος για το σύστημα και γι’ αυτό, αυτό δεν μπόρεσε να σε αφομοιώσει με συνέπεια να διατηρείς μέχρι σήμερα την γνησιότητα και την πρωτοτυπία σου. Θα μπορούσες μήπως να προτείνεις κάποιες βασικές συντεταγμένες σε όσους από τους νεότερους φιλοδοξούν να βγουν ή να παραμείνουν έξω από το σύστημα, ένα είδος drop out που λέγανε παλιά, ούτως ώστε μην μπορούν να επανέλθουν στο σύστημα σε κάποιες στιγμές αδυναμίας, που όσο περνάν τα χρόνια θα αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο;
Λεωνίδας: Αμφισβητώ το ότι υπάρχουν νέοι ή και νεότεροι που φιλοδοξούν να βγουν ή να παραμείνουν έξω από το σύστημα και εάν εποχιακά και στην πρώιμη νεότητά τους ενεργούν κατά των πάντων που τους σκλαβώνουν, αυτό είναι γνώριμο της νεότητας και δεν έχει συνέχεια...αφού τα πάντα εργάζονται για να μπουν στο υπάρχον σύστημα.
Φίλιππας: Θέλεις τίποτα να προσθέσεις;
Λεωνίδας: Δεν έχω τίποτα να προσθέσω και ...γράμματα γνωρίζω!
Λεωνίδας Χρηστάκης Αθήνα, 1η Φλεβάρη 2008
Παράκληση: Το κείμενο της παραπάνω συνέντευξης προορίζεται για δημοσίευση αποκλειστικά και μόνο στα site του internet απ’ όπου ο καθένας μπορεί να το διαβάσει και να μην δοθεί σε περιοδικά ως συνέντευξη.
Όπως σε κάθε εποχή έτσι και σήμερα οι «εθνικόφρονες», οι «εθνικιστές» και οι «φιλοπόλεμοι» έβγαλαν και βγάζουν τις κορώνες τους! Δεν κάνουμε πολιτική (βλέπε υπότιτλο), αλλά στα πλαίσια μιας αντι-πολιτικής, είμαστε κατά του οποιουδήποτε πολέμου, ακόμη και με την Τουρκία. Όποια κυβέρνηση και εάν ήταν στην εξουσία και με όποιον κυβερνήτη, που θα έπαιρνε τη θέση μιας αποτροπής πολεμικής σύρραξης περιορισμένης ή εκτεταμένης- εμείς εδώ στο «Ιδεοδρόμιο» έχουμε τώρα και θα έχουμε στο μέλλον την θέση πως ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΜΠΛΑΚΟΥΜΕ ΣΕ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΜΕ Κ Α Ν Ε Ν Α Ν !
Φυσικά υπάρχουν και στην πολιτική και στους πολιτικούς μας τα διαπλεκόμενα συμφέροντα. Υπάρχουν οι «καραγκιόζηδες» που εκμεταλλεύονται περιστάσεις για να βγάλουν τις φιλοπόλεμες θέσεις τους, που πίσω τους είναι, φανερά πλέον, οικονομικά συμφέροντα.
Προσοχή όμως. Κοιτάχτε, με πιο καθαρή σκέψη την κατάσταση. Ακούστε τους ραδιοφωνικούς σταθμούς στα FM, και δε θα έρθει στ' αυτιά σας ούτε μια φωνή κατά του πολέμου. Διαβάστε τα έντυπα που απευθύνονται στις νεώτερες ηλικίες, και εκεί στις σελίδες τους δεν υπάρχει ούτε μία νύξη σ' ένα επερχόμενο μακελειό.
Ωσάν να εκδίδονται σε κάποιον άλλον πλανήτη, σε κάποιο άλλο γεωγραφικό πλάτος. Δεν θα μιλήσουμε εδώ για «σκακιέρα» αφού είναι γνωστό ότι παιχνίδι «παίζεται» ήδη επάνω της, με τις ανάλογες κινήσεις, που δυστυχώς ενδέχεται να είναι και απρόβλεπτες. Αντισταθείτε λοιπόν σε οποιαδήποτε, στρατεύσιμη ή όχι, ηλικία και εάν είστε. Αντισταθείτε σε μια στράτευση που τυχόν θα σας βάπτιζε «φρουρούς» της πατρίδας. Εάν ανήκετε στο γυναικείο φύλο που δεν στρατεύεται άμεσα, πάρτε μια θέση υπερ-αρσενική και συμπαρασταθείτε σε όσους έχουν αντιπολεμικές αντιλήψεις και τις κάνουν πράξη. Δείτε, ακόμη μια φορά, πως καμία αντιπολεμική κι αριστερίστικη γκρούπα ΔΕΝ έκανε, έστω και μια «αντιπολεμική» κινητοποίηση, με εκδηλώσεις και αλλά ηχηρά παρόμοια. Επόμενο ήταν να παραταθεί η θητεία ορισμένων ΕΣΣΟ και, ποιος ξέρει, αύριο εάν δεν έχουμε και «προσκλητήρια» νεώτερων ηλικιών και εφέδρων. Η φάμπρικα πολέμου έχει στηθεί και μερικοί -βιομήχανοι & πολεμοκάπηλοι- καραδοκούν.
ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙΤΕ. Αντισταθείτε ως και σε μένα, τον εκδότη αυτού του χλωμού περιοδικού, που σας ιστορώ. Είναι καλύτερα να πεθάνουμε από ασφυξία δακρυγόνων στη Σταδίου ή στην Τσιμισκή ή από σφαίρα μπάτσου Ματατζή ή σαπίζοντας στις στρατιωτικές φυλακές σαν «αρνητές στράτευσης», παρά από πνιγμό ή σφαίρες του κάθε αφιονισμένου Τούρκου.
Ηταν στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Τότε συναντήθηκα για πρώτη φορά με τον Λεωνίδα Χρηστάκη. Με τίμησε με τη φιλία του. Μια φιλία που πέρασε από σαράντα κύματα, έκτοτε. Φοιτούσα στο πρώτο έτος της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Πειραιώς, αδιαφορώντας παντελώς για τα μαθήματα, αναζητώντας κι εγώ το βορειοδυτικό πέρασμα προς την αληθινή ζωή, μελετούσα, σπασμωδικά, ίσως και τσογλανίστικα, μια νέα Γεωγραφία των Παθών.
Είχα την τύχη να γνωριστώ δύο χρόνια πριν, μαθητής στο Δεύτερο Γυμνάσιο Αρρένων Βόλου, με τον Αγγελο Σφακιανάκη και τον Αντώνη Παπαθανασόπουλο, οι οποίοι με μύησαν, μεταξύ άλλων, στο σύμπαν των πρωτοποριακών σκιρτημάτων στη χώρα μας. Μου έδειξαν τεύχη του «Panderma» και του «Κούρου», μου μίλησαν εκτενώς, στη διάρκεια λιτών, μα πλούσιων συμποσίων, για τον Λεωνίδα Χρηστάκη.
Επηρεασμένος εντόνως από κείμενα των situationnistes, των καταστασιακών, που διάβαζα μανιωδώς ήδη από την εφηβεία μου, συνέταξα ένα κείμενο εναντίωσης στη φοιτητική κουλτούρα εκείνης της εποχής, ένα είδος «συλληβδηνογραφίας», όπως έλεγε ο Χρηστάκης, όπου επέκρινα ειρωνικά τους μουσουργούς, τους σκηνοθέτες, τους ποιητές που τότε αγαπούσαν οι φοιτητές, καθώς και τον φοιτητικό τρόπο ζωής. Το κείμενο τυπώθηκε και διανεμήθηκε σε διάφορα πανεπιστήμια της Αθήνας. Εφτασε και στα χέρια του Λεωνίδα, που τότε εξέδιδε το θρυλικό πια «Ιδεοδρόμιο», μια δεκαπενθήμερη λυτρωτική έκρηξη ιδεών, μ' όλες τις ακρότητες και τις αδυναμίες της, ένας πακτωλός πληροφοριών, ιδίως για πολύ νέους ανθρώπους.
Ο Λεό, όπως τον λέγαμε, μιας και ο ίδιος πολλές φορές έτσι το ήθελε, δημοσίευσε αποσπάσματα του κειμένου, σχολιάζοντάς τα επαινετικά. Πήγα πάραυτα να τον επισκεφτώ στο «γραφειόσπιτό» του, τότε στον αριθμό 4, της οδού Βελισσαρίου - έμελλε, όπως είναι πασίγνωστο, ν' αλλάξει δεκάδες «γραφειόσπιτα» μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Με περιέβαλε με τη φιλία του ευθύς εξαρχής, με εξοικείωσε με ένα σωρό πράγματα που μου ήσαν άγνωστα, με σύστησε σε αμέτρητους ανθρώπους που με τίμησαν, επίσης, με τη φιλία τους, μια φιλία πολύτιμη για μένα. Από τον Λεό άρχισα να μαθαίνω την κρυφή ιστορία του 20ού αιώνα, να μαθαίνω για το Dada και τον υπερρεαλισμό, να μαθαίνω για την επανάσταση μέσα στην επανάσταση στη Ρωσία του Λένιν αλλά και του Νέστορα Μάχνο, να μαθαίνω για τον κινηματογράφο του Gregory J. Markopoulos, και άλλων ρηξικέλευθων δημιουργών, να μαθαίνω για σημαντικές όψεις της ελληνικής πραγματικότητας που παρέμεναν αθέατες, να μαθαίνω για τον Θέμο Κορνάρο, να μαθαίνω για τον Πέτρο Πικρό. Μέσω του Λεό γνώρισα τον Τάσο Φαληρέα, την Κατερίνα Γώγου, τον Θωμά Γκόρπα, τον Κώστα Γιαννουλόπουλο, τη Μαντώ Αραβαντινού, τον Νίκο Μπαλή, τον Χρήστο Κωνσταντινίδη, τον Βαγγέλη Κοτρώνη (μακαρίτες όλοι τώρα). Μέσω του Λεό ήρθα σε επαφή με τις εκδόσεις Ακμων και συνδέθηκα φιλικά με τον Ευγένιο Αρανίτση, έχοντας δημοσιεύσει στο «Ιδεοδρόμιο» ένα κείμενο για το βιβλίο του Το Σύμπλεγμα του Κάιν. Μέσω του Λεό γνωρίστηκα με τον Πάνο Κουτρουμπούση, με τον Νάνο Βαλαωρίτη, με τον Νίκο Αλευρά, με τον Αρη Μαραγκόπουλο, και τόσους άλλους. Ο Λεό ήταν ο πρώτος που μου έδωσε τη δυνατότητα να δημοσιεύω ό,τι θέλω, δίχως την παραμικρή παρέμβαση, σε αλλεπάλληλα τεύχη του «Ιδεοδρομίου», ενθαρρύνοντάς με ακατάπαυστα, μιλώντας μου διαρκώς για ποιητές, ζωγράφους, συγγραφείς, μουσικούς, επαναστάτες, αναρχικούς, ωραίους παρίες, απίστευτους μποέμ, μούρες, τύπους, φυσιογνωμίες. Ο Λεό με οδήγησε στα βιβλία που με διέπλασαν (μάλλον με στιγμάτισαν, να πω) μια για πάντα, στα βιβλία που με οδήγησαν, και ακόμα με οδηγούν, στις λόχμες του Γιώργου Μακρή - «Δαπανήθηκα στις λόχμες... Πότε θα μαζέψω τη ζωή μου κομματάκι κομματάκι; Ποτέ δεν θα μαζέψω τη ζωή μου κομματάκι κομματάκι».
Τσακωθήκαμε δεκάδες φορές. Φιλιώσαμε άλλες τόσες. Μου εξέδωσε το πρώτο μου βιβλίο. Με κάλυψε σε δύσκολες περιστάσεις. Αλληλογραφούσαμε όταν τον έκλεισαν αναίτια φυλακή. Συναντηθήκαμε αναρίθμητες φορές, πάντα να διακατέχεται από μια διάθεση να προσφέρει γνώσεις, να εμπνέει ιδέες, να δίνει συμβουλές. Δεν έπαψε να με κατσαδιάζει ξανά και ξανά, μέσα από τις σελίδες των εντύπων του, για παραστρατήματα που θεωρούσε ότι διέπραττα, πότε για την επίμονη ανεμελιά μου, πότε γιατί δεν τράβηξα μερικά πράγματα ώς κάποια άκρα, τη μια για έναν αλλόκοτο μηδενισμό μου, την άλλη για το απολύτως αντίθετο, για την εμβατηριακή λύσσα μου να ζω, πολλές φορές μες στη δίνη των αντιφάσεων ο Χρηστάκης, πολλές φορές στον στρόβιλο ενός εμπρηστικού παρορμητισμού - αλλά πώς να κακιώσω με τον Λεό, πώς να κακιώσω μ' αυτόν που μου έμαθε τόσα και τόσα, όλα πολύτιμα, όλα καθοριστικά για ό,τι μπόρεσα να γίνω;
Τον είδα τελευταία φορά στο «Τριανόν», στην προβολή της ταινίας του Σταύρου Καπλανίδη για τον Χρήστο Βακαλόπουλο, πάνε δύο χρόνια τώρα. Τους τελευταίους μήνες μιλούσαμε (και θα συνεχίσουμε, βεβαίως, να μιλάμε) ατελείωτες ώρες για τον Λεό με τον νεαρό μου φίλο Πελοπίδα Φεσσόπουλο, ο οποίος σκαλίζει δημιουργικά την ιστορία του ελληνικού underground, όπως συνηθίσαμε να το λέμε, και με την αγαπημένη μου Ελεάννα Μαρτίνου, που εντυπωσιάστηκε από τις απαγγελίες του Χρηστάκη, την εκφραστική του δύναμη στην ηχογραφημένη απόδοση αγαπημένων του ποιημάτων που παίζω συχνά-πυκνά στις ραδιοφωνικές μου εκπομπές, ενώ με τον φίλο Εμμανουήλ Κουτσουρέλλη ψάχναμε να τον βρούμε για να προχωρήσουμε σε ένα τηλεοπτικό του πορτρέτο που θα προβαλλόταν από την κρατική τηλεόραση. Ρωτώντας, έμαθα ότι είναι κατάκοιτος. Πριν από λίγες ώρες, ο φίλος Νίκος Σπυρόπουλος με πληροφόρησε ότι ο Λεό κάνει πια παρέα με τους αγαπημένους του ποιητές και παρίες στους λειμώνες τ' ουρανού. Σε λίγες ώρες, τελευταία μέρα του Απρίλη του 2009, θα πάμε, όλοι εμείς που του χρωστάμε απέραντη ευγνωμοσύνη, που τον γνωρίσαμε απ' την καλή κι απ' την ανάποδη, που γνώρισε κι αυτός την καλή και την ανάποδή μας, που τον αγαπήσαμε πιο πολύ απ' όσο μας άφηνε να του το δείξουμε, θα πάμε, λοιπόν, εκεί στου Ζωγράφου, να του πούμε ένα στερνό Adios, Leo!
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 30 Απριλίου 2009, χαράματα. Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης
Μποέμης και αλήτης: ο Λεωνίδας Χρηστάκης στους ουρανούς Μαΐου 7, 2009 by Μανώλης Ανδριωτάκης
Ακούω αυτές τις ημέρες μια συνέντευξη που είχα πάρει πριν από πέντε χρόνια απ’ τον Λεωνίδα Χρηστάκη, ο οποίος πέθανε την προηγούμενη εβδομάδα, στις 29 Απριλίου, στα 81 του χρόνια. Είχα επισκεφθεί το σπίτι του για πρώτη και τελευταία φορά μερικές εβδομάδες πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, το 2004, στα Εξάρχεια σ΄ ένα ημιϋπόγειο μπροστά στην πλατεία. Στην ίδια πολυκατοικία είχα κάνει ένα γύρισμα της κακιάς ώρας με φίλους απ’ τη σχολή στην ταράτσα, πριν από δέκα χρόνια και βάλε. Του το είπα κι ενδιαφέρθηκε να μάθει για τη σχέση μου με τον κινηματογράφο, αλλά δεν ήθελε και πολλές λεπτομέρειες. Είχε περάσει τα 75, και καθώς φαινόταν δεν είχε και πολλή ανοχή με όσα κι όσους τον κούραζαν. Παρ’ όλα αυτά, μαζί μου, για τις δύο ώρες που κάθισα στο καταφύγιό του, ήταν πολύ ευγενικός και υπομονετικός.
Η συνέντευξη εκείνη ήταν η αφορμή για να γνωριστούμε, ως τότε τον ήξερα μόνο ως μοναχική φιγούρα να περπατά με μπερέ, έντυπα στη μασχάλη και ιδιόρυθμο στυλ στα Εξάρχεια. Ακόμα είχα διαβάσει μερικά απ’ τα έντυπα που εξέδιδε, και κυρίως το Ιδεοδρόμιο. Τότε, δούλευα σ’ ένα έντυπο μεγάλης κυκλοφορίας, είχα προτείνει στον αρχισυντάκτη τη συνέντευξη με το Λεωνίδα Χρηστάκη κι εκείνος με μισή καρδιά είχε συμφωνήσει. Έπειτα όμως το θέμα «σκάλωσε» στο διευθυντή που δεν τον ενδιέφερε καθόλου το πρόσωπο αυτό. Ο Χρηστάκης, γνωρίζοντας ότι δεν ήταν ελκυστικός για τα μεγάλα Μέσα, μου είπε ονόματα ανθρώπων που τον είχαν πλησιάσει, αλλά τελικά δεν κατάφεραν να δημοσιεύσουν τις συζητήσεις τους. Στη λίστα αυτή δυστυχώς προστέθηκα κι εγώ. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα και μεγάλη πείρα από συνεντεύξεις κι ότι είχα πάει στο σπίτι του ανθρώπου ελαφρώς απροετοίμαστος, με πονοκέφαλο από ξενύχτι και οινοποσίες.
Με υποδέχτηκε φιλικά στην πόρτα της πολυκατοικίας κάνοντας ένα σχόλιο για τους ενοίκους που αποφάσισαν να βάλουν κάγκελα στην πόρτα. Τώρα έχουμε τη φυλακή που μάς αξίζει, μου είπε οδηγώντας με στο σπίτι του. Εκεί βρισκόταν ένας νεαρός, το όνομα του οποίου δε σημείωσα, και μια γυναίκα που ήταν πραγματικά πολύ περιποιητική. Άρχισα να νιώθω ότι ζω σε μια άλλη εποχή, κι ότι είμαι ένας γκόντζο δημοσιογράφος. Το παζλ θα ολοκληρωνόταν αν το κασετόφωνό μου δεν έγραφε τίποτα, αλλά δε μου έκανε τη χάρη. Με πολύ θόρυβο η συζήτησή μας ακούγεται κανονικά. Οι ερωτήσεις μου είναι αδέξιες και η προσέγγισή μου κάπως αμήχανη. Εκείνος όμως, σχεδόν ξαπλωμένος σ’ ένα καναπέ που θα μπορούσες να τον πεις κι ανάκληντρο, μοιάζει να είναι προετοιμασμένος για όλα. Η φίλη του μου πρόσφερε τσάι, και σε μια παύση μου, με ρωτά αν θέλω κι άλλη ζάχαρη. Ο Χρηστάκης μού απαντά και μου μιλά λίγο βαριεστημένα. Τα έχει πει πολλές φορές, αλλά πάντα κάτι φαίνεται να διαφεύγει. Σαν να μην υπάρχει στόχος, σαν να μην υπάρχει έρμα. Ο άνθρωπος αυτός φαίνεται ότι έφτιαξε μια γραμμή στο μυαλό του πριν από δεκαετίες, και την ακολούθησε τόσο πιστά, που τώρα δεν τη θυμάται καν. Μέσα απ’ το λόγο του ξεπηδούν ονόματα, ποιητές, ζωγράφοι, παλιοί φίλοι, εχθρότητες πολλές. Είναι ακέραιος, αλλά και λίγο τρομακτικός ίσως. Ο νεαρός που κάθεται κοντά του, στο μικρό δωμάτιο, τον σιγοντάρει. Δεν είναι γιος του, αλλά ολοφάνερα τον θαυμάζει. Το δωμάτιο μου φέρνει ίλιγγο, έχει κάτι από θάνατο και στέρηση εδώ. Προσπαθώ να αγνοήσω το φόβο μου και του απευθύνομαι. Μου μιλά όλο και πιο βαριεστημένα, αλλά με νοσταλγία για όλα. Κουράζεται γρήγορα. Κανονικά θα έπρεπε να του ζητήσω κι άλλη συνάντηση. Αλλά η συνέντευξη απορρίφθηκε πριν καν μεταφερθεί στο χαρτί. Σε περίοδο ολυμπιακών αγώνων κανείς δεν ενδιαφέρεται για έναν περιθωριακό τύπο που ζει δεκαετίες στα Εξάρχεια εκδίδοντας βιβλία βάζοντας στο στόχαστρό του τους έλληνες μαλάκες. Ιδίως κάποιος που είναι ο ίδιος μαλάκας. Εν πάση περιπτώσει, ο Λεωνίδας Χρηστάκης επιβεβαίωσε τη φήμη του περιθωριακού κι άρχισε να εκτοξεύει κακίες για διανοούμενους που ευνόησε και βοήθησε αλλά στο τέλος τον εγκατέλειψαν ή και τους έδιωξε εκείνος γιατί τον απογοήτευσαν. Εγώ από ευγένεια έκλεινα κάθε λίγο το κασετόφωνο, κι εκείνος κάθε λίγο ξεκινούσε νέες ιστορίες που του θύμιζαν άλλα ονόματα, με αποτέλεσμα να κομπιάζει όποτε έπρεπε να πει ένα όνομα «αφού δε θες να σου λέω ονόματα» μου παραπονιόταν. Άρχισε να μου μιλά για για τη ζωή του, για τα διαβάσματά του, για τις εμμονές του, τις εκδόσεις του. Τα έντυπα ήταν απ’ ότι φαίνεται το σαράκι του. Τύπωσε εκατοντάδες τεύχη περιοδικών, που έχουν χαρακτηριστεί απ’ τον παραδοσιακό Τύπο ως «εναλλακτικός Τύπος». Τύπωσε ιδίοις αναλώμασι, δεκάδες βιβλία. Πριν πάω να τον συναντήσω, είχα διαβάσει μερικά. Ήταν ενδιαφέρον συγγραφέας. Σκόρπιος, αλλά ευθύς. Θυμωμένος, αλλά δοσμένος. Σπάνια γνωρίζεις ανθρώπους με τόση τόλμη. Δεν αποδέχτηκε ποτέ την ατομική ιδιοκτησία. Έζησε μέσα σε αρνήσεις που έφτιαξαν μια μεγάλη κατάφαση.
Νομίζω ότι ο τύπος ήταν ένας γνήσιος προπαγανδιστής της αλητείας. Το βιβλίο του για την ιστορία της αλητείας ήταν κι ο βασικός λόγος που τον προσέγγισα. «Η ιστορία της αλητείας»… Ο Χρηστάκης δίκαζε όλους εμάς που έχουμε δουλειά και σπίτι, κι αθώωνε τους παρίες, τους χαμένους, τους απόκληρους. Κι εδώ που είμαστε, μου είπε, «υπό έξωση βρισκόμαστε». Δε στέριωσε πουθενά. Τον θυμάμαι να κατηγορεί γνωστούς συγγραφείς ως συμφεροντολόγους. «Εγώ όταν χώριζα δεν καταδεχόμουν ούτε μια δεκάρα απ’ τις πρώην γυναίκες» μου είπε.
Το δωμάτιο μύριζε καπνό και υγρασία. Ασφυκτικό, αλλά και θελκτικό. Ξέραμε ότι ήμασταν από άλλες εποχές. Ο Χρηστάκης ήταν ξεκάθαρα η γενιά της τυπογραφίας, των φανζίν, των πανκ εντύπων. Εγώ είχα υπολογιστή απ’ τα δέκα μου. Τους μπητ και τους ήρωές του, τους γνώρισα μέσα από βιβλία, ενώ εκείνος τους είχε ζήσει από πρώτο χέρι αφού ήταν συνομίληκός τους. Ήταν ο ίδιος πλέον ένας ήρωας. Δεκάδες συγγραφείς και διανοούμενοι της αριστεράς και της αναρχίας είχαν συνδεθεί μαζί του. Επαιρόταν ότι απ’ τα περιοδικά του είχαν περάσει οι πάντες. Ο κατάλογος των ονομάτων ανεξάντλητος. Εκ των υστέρων συνειδητοποίησα ότι η δυσκολία μου με τα ονόματα (γιατί ήξερα πώς δε θα τα εγκρίνει ο αρχισυντάκτης) ήταν σαν το μέγιστο απαγορευτικό για τη συζήτησή μου με αυτό τον άνθρωπο. Ο Χρηστάκης είχε εκδόσει ένα βιβλίο στο οποίο απαριθμούσε τους ανθρώπους που είχε γνωρίσει. Από εκείνους με τους οποίους είχε μιλήσει μια φορά μέχρι φίλους και συμβίες του. Το θυμάμαι εκείνο το βιβλίο στο περίπτερο των Εξαρχείων –εκεί διακινούσε τα έντυπά του- να χάσκει σα τη μύγα μες στο γάλα. Δεν το είχα πάρει. Το είχα κοιτάξει μάλιστα με κάποια περιφρόνηση. Αργότερα, κατάλαβα ότι ο τύπος ήταν πραγματικά μεγαλοφυής. Ήταν αυθεντικός καλλιτέχνης σπάνιας κοπής. Δύσκολος και παραγνωρισμένος. Έζησε σε μια χώρα που είθισται να κόβει φτερά για πλάκα, και αναλώθηκε κι εκείνος σε μικρότητες.
Νομίζω ότι ο Χρηστάκης ήταν ένας αληθινός μποέμης, ένα σοβαρότατος αλήτης που δε μάσησε αυτό που λέγεται κοινότοπα «κουτόχορτο». Ήξερε πολύ καλά ότι ήταν μόνος εναντίον όλων. Η αλήθεια είναι ότι στενοχωρήθηκα πολύ που μου κόψανε τη συνέντευξη χωρίς καν να τη διαβάσουν. Μετά από χρόνια, τον είδα στην τηλεόραση να μιλά στο Σταύρο Θεοδωράκη κι έπειτα τα λεγόμενά του να είναι αποτυπωμένα στο χαρτί των Νέων. Σταγόνα στον ωκεανό που δεν προκάλεσε ούτε το παραμικρό κυματάκι. Αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα, με το χώρο που ονομάζεται περιθωριακός ή εναλλακτικός. Τρώγεται διαρκώς απ’ τα μέσα, κι όταν τολμάει να κάνει ανοίγματα γνωρίζει την πλήρη αδιαφορία. Σ’ αυτή τη χερσόνησο, ό,τι δεν χωράει στο καλούπι το λέμε γραφικό. Εγώ ο ίδιος τρόμαξα μ’ αυτό το γέρικο ακέραιο θηρίο. Τρόμαξα με την έλλειψη ευελιξίας, με την εμμονή στην ακαμψία, στους ήρωες, στην αλητεία. Εκτός μικροφώνου μου είπε και πράγματα για τις οικογένειες που έκανε, για τα παιδιά, αλλά δε θέλω να τα γράψω. Κάποια στιγμή, μου είπε ότι τον προσεγγίζουν γιατί ξέρουν ότι αργά ή γρήγορα θα πεθάνει και θα έχουν στα χέρια τους αδημοσίευτες συνεντεύξεις. Ποιός νοιάζεται, λέω εγώ; Κάποιοι λίγοι, που έχουν ευαγγέλιο το γνωστό ποίημα «Εμείς οι λίγοι» του Γιώργου Μακρή, αυτόχειρα φίλου του Χρηστάκη. Και η δική μου συνέντευξη αδημοσίευτη έμεινε για πέντε χρόνια, και τί έγινε; Και τώρα που θα τη δημοσιοποιήσω, τί έγινε πάλι; Το περιθώριο είναι αδίστακτο. Βρωμάει η ανάσα του και μονίμως θέλει να γλείψει τις πληγές σου. Ο Χρηστάκης αγαπούσε το περιθώριο, ήταν ο ίδιος το περιθώριο. Ήξερε πως ήταν θρύλος. Οι πιο πολλοί παρεξέκκλιναν, δεν άντεξαν, βρήκαν δουλειές, έκαναν οικογένειες κι εξοχικά. Εξίσου πολλοί, αποδεκατίστηκαν απ’ τα ντραγκς και το βίβερε περικολοζαμέντε. Εκείνος μόνος, αγέρωχος, ζωντανή ιστορία, εκεί, με την επιμονή του, να εκδίδει τα περιοδικά, τα βιβλία, να γράφει, να διαβάζει, να διαφωνεί, να συνομιλεί με τους ποιητές και τους αλήτες. Τα ίδια θα συνεχίζει να κάνει κι εκεί που είναι ή δεν είναι τώρα.
Τη συνέντευξη αυτή θα τη δημοσιεύσουμε πιθανότατα στο POST-Media. Νομίζω ότι η φιλοσοφία του συμπυκνώνεται σ’ εκείνη τη συνομιλία, αλλά και σε μια φράση του που ήταν εμβληματική κι ήταν ο λόγος που η συνέντευξη δε δημοσιεύθηκε ποτέ στο έντυπο μεγάλης κυκλοφορίας όπου δούλευα τότε, χωρίς καν να διαβαστεί απ’ τους υπευθύνους…